Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Δελφίνος
Δελφίνος: ηγεμόνας παλαιάς γαλλικής επαρχίας, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου.
Δεντρογαλιά
Δεντρογαλιά: διάφορα μικρά φίδια χωρίς δηλητήριο, που αναρριχώνται στα δέντρα
Δασονομείο
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Δεντρώνω
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Δασονόμος
Δασονόμος :ο κατώτερος δασικός υπάλληλος που ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε περιφέρεια του δασαρχείου.
Δερβέναγας
Δερβέναγας: ο αρχηγός του σώματος ενόπλων που φρουρούσαν τους δημόσιους χώρους και κυρίως τις διαβάσεις των βουνών.
Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Κρούου
Κρούου (ρημ.) = χτυπώ
Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Κιλάρ’
Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο
Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως
Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο