Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Κρούου
Κρούου (ρημ.) = χτυπώ
Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Κιλάρ’
Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο
Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως
Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
Κιουσιές
Κιουσιές (ο) = γωνία
Καλιγόνου
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
Κουνουστώ
Κουνουστώ (ρήμα) = κάνω παρέα, συναναστρέφομαι
Δαμάλι
Δαμάλι: νεαρός ταύρος ή μοσχάρι
Δαμαλισμός
Δαμαλισμός: ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς με ορό δαμαλίτιδας.
Δαμάσκο
Δαμάσκο: πολυτελές ύφασμα με χρυσόχρωμη ή αργυρόχρωμη διακόσμηση στην ύφανση.
Γυναικωτός
Γυναικωτός: θηλυπρεπής , αυτός που έχει γυναικείους τρόπους