Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
Γαλίκι
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Διάφουρουν (το) = ωφέλεια (π.χ. «του πήριν διάφουρουν») = το επωφελήθηκε
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γριντόνουμι (ρημ.) = πέφτω
21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκαγκζιά (η) = αγριοβατσινιά, βατομουριά
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γραΐδιο(ν) : η μικρόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα , γριούλα.
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γραικύλος: ο Έλληνας που είναι ανάξιος της εθνικής του παραδόσεως , ο ξεπεσμένος , παρηκμασμένος Έλληνας , συνήθως δουλοπρεπής προς τους ξένους
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γραμματοκομιστής: ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει την αλληλογραφία στους παραλήπτες
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γραμμιστής : ο σχεδιαστής
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γραμμοσύρτης: ο γραμμογράφος
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γραώδης: παμπάλαιος , ξεπερασμένος , ανώφελος.
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γριβάδι: το ψάρι κυπρίνος
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γόμωση : η εκρηκτική ύλη που απαιτείται για το γέμισμα του όπλου.
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γρίβας: το ψαρό άλογο
10 Ιανουαρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γονή : καθένας από τους απογόνους κάποιου. Το σύνολο των απογόνων.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο