Εμαγιέ : σκεύος που η επιφάνεια του καλύπτεται από μια υαλώδη ουσία είτε για
διακοσμητικούς λόγους είτε για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας τους.
Εναγκαλισμός
Εναγκαλισμός : η στενή και τρυφερή περίπτυξη.
Εμβαπτίζω
Εμβαπτίζω : βυθίζω κάτι σε υγρό, ώστε να καλύπτεται πλήρως από αυτό.
Εναίσιμος
Εναίσιμος : η πρωτότυπη επιστημονική πραγματεία, που επισήμως υποβάλλεται προς
έγκριση από πτυχιούχο πανεπιστημίου στα αρμόδια όργανα ή πρόσωπα του
πανεπιστημίου με σκοπό την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος.
Έμβασμα
Έμβασμα : η εντολή μεταφοράς χρηματικών ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό
δικαιούχου.
Ενάλιος
Ενάλιος : αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που ανήκει ή ζει σε αυτήν.
Εμβοή
Εμβοή : το αίσθημα που δημιουργεί στα αφτιά ένας ήχος.
Ενασμενίζομαι
Ενασμενίζομαι : καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει).
Εμβροχή
Εμβροχή : κάθε διαδικασία για την αποσκλήρυνση αντικειμένου ή υλικού ή τη
διάλυση του με βύθιση σε υγρό.
Έμεσμα
Έμεσμα : το σύνολο των ουσιών που αποβάλλονται ως εμετός.
Εκών
Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Ελατόπισσα
Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Ελαύνω
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Ελεεινολογώ
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.
Ελίτ
Ελίτ : το καλύτερο (κοινωνικά ή οικονομικά ή πνευματικά) τμήμα ενός
κοινωνικού συνόλου.
Ελλόγιμος
Ελλόγιμος : αυτός που διαπρέπει στα γράμματα, λόγιος, σοφός, επίσης για
όσους έχουν ακαδημαϊκό τίτλο που δηλώνει διάκριση σε κάποιον τομέα.