Εκτόπλασμα : η ουσία, υποτίθεται ότι εκπέμπεται από το σώμα κάποιων “μέντιουμ”,
όταν αυτά βρίσκονται σε ύπνωση, κατά τη διάρκεια πνευματιστικής συγκέντρωσης και
από την οποία θεωρείται ότι σχηματίζονται είδωλα.
Έκφανση
Έκφανση : κάθε εκδήλωση σε συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων.
Εκφορά
Εκφορά : η απομάκρυνση προς τα έξω.
Έκφρων
Έκφρων : αυτός που βρίσκεται εκτός εαυτού.
Εκών
Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Ελατόπισσα
Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Ελαύνω
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Ελεεινολογώ
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.
Ελίτ
Ελίτ : το καλύτερο (κοινωνικά ή οικονομικά ή πνευματικά) τμήμα ενός
κοινωνικού συνόλου.
Ελλόγιμος
Ελλόγιμος : αυτός που διαπρέπει στα γράμματα, λόγιος, σοφός, επίσης για
όσους έχουν ακαδημαϊκό τίτλο που δηλώνει διάκριση σε κάποιον τομέα.
Εκπονώ
Εκπονώ : ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με τη παραγωγή έργου.
Έλλογος
Έλλογος : αυτός που είναι σύμφωνος με τη λογική.
Εκπορθώ
Εκπορθώ : κυριεύω οχυρωμένη πόλη ύστερα από πολιορκία ή μάχη.
Ελμινθίαση
Ελμινθίαση : ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικούς σκώληκες στο έντερο.
Εκθεσάς
Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής,
εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Εκθηλύνω
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που
θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο