Αντηριούμι (ρημ.) = ντρέπομαι, διστάζω
Αγροικώ
Αγροικώ = ξέρω, γνωρίζω, σκαμπάζω
Αντραλίζουμι
Αντραλίζουμι (ρημ.) = ζαλίζομαι
Αλιχτώ
Αλιχτώ (ρημ.) = γαυγίζω, ουρλιάζω
Άναφταν οι πουδές τ΄ς
Άναφταν οι πουδές τ΄ς (εκφρ.) = βιάζονταν
Αρνέκ΄
Αρνέκ΄ (το) = δείγμα, παράδειγμα
Ανταργιάζουμαι
Ανταργιάζουμαι (ρημ.) = αναστατώνομαι
Αμσίσ΄κα
Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα
Αυλαγάς
Αυλαγάς (ο) = μεγάλος πλατύς χώρος
Άμπουρους
Άμπουρους (ο) = ζεστός αχνός (π.χ. απο το στόμα)
Απόθαρρους
Απόθαρρους (ο) = απόφαση. χρησιμοποιείται μόνο η έκφραση «πηρα τουν απόθαρρου μ΄» : «το πήρα απόφαση».
Ακουτώ
Ακουτώ (ρημ.) = τολμώ
Αποκρένουμι
Αποκρένουμι (ρήμα) = απαντώ
Αητιέρ΄
Αητιέρ΄ (το) = ξεφτέρι
Αρβανίκους
Αρβανίκους (ο) = πηγάδι. Προέρχεται απο το αναβρυκώς (του ρηματος αναβρύω)
Αστουχνώ
Αστουχνώ = ξεχνώ