Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής,
εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Εκθηλύνω
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που
θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
Εκατονταρχία
Εκατονταρχία : το αξίωμα και η θητεία του εκατοντάρχου.
Εκβάλλω
Εκβάλλω : ωθώ προς τα έξω, βγάζω έξω.
Εκβράζω
Εκβράζω : ωθώ προς τα έξω με την άνωση, με υπόγεια ρεύματα ή παλίρροια, βγάζω
στην ξηρά.
Εκβραχισμός
Εκβραχισμός : η απόσπαση και απομάκρυνση ή σύνθλιψη και διάλυση των βράχων.
Ειρωνεία
Ειρωνεία : η χρήση του λόγου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το αποδιδόμενο νόημα να
αντιτίθεται στο κυριολεκτικό.
Εκγλύφανο
Εκγλύφανο : περιστροφικό κοπτικό εξάρτημα από χάλυβα με ενσωματωμένη
πρόσθετη οδόντωση, που σχηματίζει κοπτικές ακμές συμμετρικά γύρω από τον άξονα
περιστροφής του και χρησιμοποιείται στην κατεργασία επιφανειών.
Εισδοχή
Εισδοχή : η αποδοχή (μέλου) ως ισοτίμου, η ένταξη του και η αναγνώριση όλων
των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.
Εκδέρω
Εκδέρω : αφαιρώ το δέρμα ή το φλοιό.
Εισέτι
Εισέτι : ακόμη, μέχρι τώρα.
Έκδηλος
Έκδηλος : ολοφάνερος, ξεκάθαρος.
Εισιτήριος
Εισιτήριος : αυτός με τον οποίο πιστοποιείται η ικανότητα ή αναγνωρίζεται η
δυνατότητα εισόδου, εισαγωγής.
Εκδορά
Εκδορά : το γδάρσιμο του δέρματος των ζώων για ποικίλες χρήσεις.
Εισορμώ
Εισορμώ : εισέρχομαι ξαφνικά με επιθετική διάθεση.
Εισπλέω
Εισπλέω : εισέρχομαι σε λιμάνι (για σκάφη).