Πυρόβολος : είδος παλιού αναπτήρα .
ΑΧΩ
Αχώ : δημιουργώ αντίλαλο , ηχώ.
ΑΨΑΔΑ
Αψάδα : η καυστική , τσουχτερή γεύση .Η εκδήλωση της έξαψης , η κατάσταση του ευέξαπτου .
ΑΨΕΝΤΙ
Αψέντι : οινοπνευματώδες ποτό , το οποίο παρασκευάζεται με απόσταξη από τα φύλλα ποώδους και αρωματικού φυτού , της αψίνθου και άλλων αρωματικών συστατικών , έχει κιτρινοπράσινο χρώμα , ξηρή και κάπως πικρή γεύση και σερβίρεται κυρίως αραιωμένο με νερό και πάγο .
ΑΨΕΥΔΗΣ
Αψευδής : αυτός που δεν εμπεριέχει ψεύδος , που δεν μπορεί να διαψευσθεί .
ΑΧΝΑΔΑ
Αχνάδα : η θαμπότητα , το να φαίνεται κάτι θολά , αμυδρά .
ΑΨΗ Ή ΑΨΑ
Αψη ή άψα : το άναμμα και η προερχόμενη από αυτό θερμότητα . Η έξαψη . Η δριμύτητα , η καυστικότητα .
ΑΧΝΟΚΕΡΙ
Αχνοκέρι : το κερί που φέγγει αμυδρά , κεράκι .
ΑΨΙΘΥΜΟΣ
Αψίθυμος : αυτός που θυμώνει και εξάπτεται εύκολα .
ΑΧΟΛΟΓΩ
Αχολογώ : βγάζω αχό ήχο , ήχο που έχει διάρκεια . Κάνω αντήχηση , αντιλαλώ .
ΑΨΙΚΟΡΟΣ
Αψίκορος : αυτός που χορταίνει γρήγορα , που φτάνει σύντομα στον κορεσμό . Αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση .
ΑΧΟΣ
Αχός : ο ήχος , ο θόρυβος .
ΑΨΙΛΙΑ
Αψιλιά ή αψιλία : η έλλειψη χρημάτων , το να είναι κανείς αδέκαρος .
ΑΧΡΑΝΤΟΣ
Αχραντος : αυτός που δεν έχει υποστεί ηθική μόλυνση .
ΑΧΡΕΙΟΛΟΓΩ
Αχρειολογώ : χρησιμοποιώ χυδαία γλώσσα .
ΑΧΡΕΙΟΣ
Αχρείος : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κακία . Αυτός που δεν ενεργεί σύμφωνα με την ηθική .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο