Αφειδής : αυτός που παρέχεται σε αφθονία ( για μη έμψυχα ).
ΑΦΥΗΣ
Αφυής : αυτός που στερείται ευφυΐας , μη ευφυής .
ΑΦΕΙΔΩΛΕΥΤΟΣ
Αφειδώλευτος : αυτός που παρέχεται απλόχερα , χωρίς φειδώ.
ΑΧΑΡΤΟΣΗΜΑΝΤΟΣ
Αχαρτοσήμαντος : έγγραφο στο οποίο δεν έχει επικολληθεί χαρτόσημο .
ΑΦΕΝΤΑΔΙΚΟΣ
Αφεντάδικος : αυτός που αρμόζει σε αφέντη.
ΑΧΕΙΜΑΝΤΟΣ
Αχείμαντος : αυτός που δεν ταράζεται από τρικυμία . Συνήθως μεταφορικά , αυτός που δεν έχει δοκιμαστεί από δυστυχίες .
ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΣ
Αφερέγγυος : αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη , τον οποίο δεν μπορεί να να εμπιστευθεί .
ΑΧΛΥΣ
Αχλύς : η ελαφρά ομίχλη .Μεταφορικά , η κατήφεια του προσώπου .
ΑΥΤΟΘΙ
Αυτόθι : στο ίδιο τοπικό σημείο , στον ίδιο χώρο . Ειδικότερα για παραπομπές , στο προαναφερθέν σημείο ( έργο , σελίδα , χωρίο , παράγραφος ) .
ΑΥΤΟΚΑΥΣΤΟ
Αυτόκαυστο : το αυτόκλειστο .
ΑΥΤΟΚΛΕΙΣΤΟ
Αυτόκλειστο : η χύτρα ταχύτητας , δοχείο συνήθως από χάλυβα ,του οποίου το πώμα κλείνει από μόνο του ερμητικά με εσωτερική πίεση , μπορεί να διατηρεί υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις , χρησιμοποιείται δε για χημικές αντιδράσεις , αποστερώσεις ιατρικών οργάνων .
ΑΥΤΟΜΕΛΟ
Αυτόμελο : στην εκκλησιαστική μουσική το τροπάριο που ψάλεται με ξεχωριστό μουσικό τρόπο και χρησιμοποιείται ως πρότυπη μελωδία για άλλα τροπάρια , τα καλούμενα “προσόμοια”.
ΑΥΤΟΝΟΜΙΣΤΗΣ
Αυτονομιστής : αυτός που υποστηρίζει ή μάχεται για τηναναγνώριση της αυτονομίας μιας περιοχής .
ΑΥΤΟΦΥΗΣ
Αυτοφυής : αυτός που φυτρώνει από μόνος του χωρίς καλλιέργεια .
ΑΥΤΟΧΡΗΜΑ
Αυτόχρημα : πραγματικά .
ΑΥΧΜΗΡΟΣ
Αυχμηρός : αυτός που έχει μαραθεί , ξεραθεί εντελώς από παρατεινόμενη ανομβρία ή γενικότερη έλλειψη νερού .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο