Μενού

ΛΟΓΙΟΤΑΤΙΣΜΟΣ

1 . Όρος που αναφέρεται στην τάση ορισμένων λογίων να χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο και το τυπικό παλιότερων μόρφωμα της γλώσσας , κυρίως της καθαρεύουσας αλλά και της αρχαίας ελληνικής .
2 . Όρος που σχετίζεται με το γλωσσικό πρόβλημα και τη γνωστή διαμάχη μεταξύ των εκπροσώπων του λογιοτατισμού και του δημοτικισμού που ταλαιπώρησε μέχρι πρόσφατα την ελληνική κοινωνία .


Αφήστε μια απάντηση