Το σύνολο των κατάλληλων χειρισμών για την έξοδο του παιδιού από τα γεννητικά όργανα της μητέρας, με την έλξη του από τα ισχία και τα πόδια .
Συνέχεια »Εξευγενισμός
Η βελτίωση του ήθους , της εμφάνισης , του είδους . Στη χημεία είναι η βελτίωση των ιδιοτήτων ενός προϊόντος , που επιτυγχάνεται με διάφορες χημικές κατεργασίες και διεργασίες .
Συνέχεια »Εξευμενισμός
Η καταπράυνση κάποιου που είναι οργισμένος . Η εξιλέωση , η εξευμένιση .
Συνέχεια »Εξηλεκτρισμός
Ευρύτατη χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας για την εντατικότερη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της εθνικής οικονομίας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού μιας χώρας .
Συνέχεια »Εξιστενσιαλισμός
Διεθνής όρος που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφική θεωρία , που αποδίδεται στην ελληνική με τον όρο «υπαρξισμός» .
Συνέχεια »Εξοβελισμός
Η απόρριψη ενός κειμένου ως νόθου . Το διώξιμο κάποιου , το παραμέρισμα , η εξοβέλιση .
Συνέχεια »Εξπεριμενταλισμός
Η πειραματοκρατία . Ο όρος δέχεται μόνο την πειραματική μέθοδο σαν κριτήριο αλήθειας των θεωριών κι εφαρμογών
Συνέχεια »Εξακοντισμός
Το να ρίχνει κανείς “κάτι” με ορμή σαν το ακόντιο. Εκσφενδονισμός, εκτίναξη. Το να βάλει κανείς από απόσταση. Η ταχύτατη φυγή. Η εξακόντιση.
Συνέχεια »Εξανδραποδισμός
Το να μεταβληθεί κάποιος σε ανδράποδο , να οδηγηθεί σε υποδούλωση , να γίνει όργανο τρίτων . Το να γίνει κάποιος υποχείριο. Ο σφετερισμός, η υπεξαίρεση, η δήμευση.
Συνέχεια »Εξανδρισμός
Η ανδροπρεπής συμπεριφορά της γυναίκας, σ’ όλους τους τομείς της δραστηριότητας (επαγγελματικό, κοινωνικό, πολιτικό κ.λπ.) και της ζωής …
Συνέχεια »Εξανεμισμός
Η εξανέμιση. Για χρήματα σημαίνει η κατασπατάληση, το αλόγιστο ξόδεμα. Η εξαφάνιση, η καταστροφή.
Συνέχεια »Εξανθρωπισμός
Ο εκπολιτισμός, ο εξευγενισμός. Το ν’ αποκτήσει κάποιος κοσμιότητα και ευπρέπεια. Κάθε ανθρωπιστική πράξη. Η πρόσδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων σε ζώα.
Συνέχεια »Εξαρτισμός
Εφοδιασμός και κυρίως εξοπλισμός πλοίου. Το σύνολο των σχοινιών πλοίου. Οι κεραίες και οι ιστοί (η αρματωσιά) του πλοίου.
Συνέχεια »Εξαρχαΐσμός
Προσδίδω σε κάτι αρχαϊκή μορφή, το κάνω αρχαιοπρεπές.
Συνέχεια »Ενστερνισμός
Το να δέχομαι κάτι με θέρμη. Το να επιδοκιμάζω κάτι, να το κάνω δικό μου , να το ασπάζομαι , να το αποδέχομαι .
Συνέχεια »Eντοιχισμός
Η τοποθέτηση ή προσαρμογή ενός πράγματος (π.χ. μιας ντουλάπα ς , μίας κουζίνας ), μέσα στον τοίχο. Η εντοίχιση. Το κλείσιμο ενός χώρου μέσα σε τοίχο.
Συνέχεια »