Επίσημη ανακοίνωση που εκδίδεται από μια αρχή και που απευθύνεται στο σύνολο του λαού για θέματα μεγάλης σπουδαιότητας ή πανηγυρικού χαρακτήρα: Tο ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας / του πρωθυπουργού / των κομμάτων. Bασιλικό / στρατιωτικό ~. ~ για την …
Συνέχεια »Επίνευση
Επίνευση : η κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός.
Συνέχεια »Ερείδομαι
Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
Συνέχεια »Επίορκος
Επίορκος : αυτός που καταπατεί, που αθετεί τον όρκο του.
Συνέχεια »Ερίφης
Ερίφης : ο πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους.
Συνέχεια »Επιπεφυκώς
Επιπεφυκώς : ο λεπτός διαφανής βλεννογόνος που σκεπάζει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού.
Συνέχεια »Έρμα
Έρμα : το συνολικό βάρος που προστίθεται σε σκάφος, για να ρυθμίζει την ισορροπία του.
Συνέχεια »Επιπολάζω
Επιπολάζω : πλέω πάνω στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω.
Συνέχεια »Ερπύστρια
Ερπύστρια : καθεμιά από τις δύο συνεχείς, αρθρωτές, εύκαμπτες και εξαιρετικά ανθεκτικές αλυσίδες ή ταινίες, που περνούν πάνω από τους τροχούς, συνήθως στρατιωτικού άρματος, επιτρέποντας την κίνηση του σε ανώμαλα εδάφη.
Συνέχεια »Επίρρωση
Επίρρωση : η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι).
Συνέχεια »Επισείω
Επισείω : κραδαίνω (κάτι) απειλητικά, προκαλώ φόβο ή απειλή λέγοντας (κάτι).
Συνέχεια »Επιστητό
Επιστητό : αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος μέσω της γνώσης και αποτελεί αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας.
Συνέχεια »Επίσχεση
Επίσχεση : η διακοπή μιας ενέργειας .
Συνέχεια »Επίταση
Επίταση : η αύξηση της εντάσεως.
Συνέχεια »Επιψαύω
Επιψαύω : αγγίζω ανεπαίσθητα, με ανάλαφρο τρόπο.
Συνέχεια »Επονείδιστος
Επονείδιστος : αυτός που προκαλεί όνειδος, ντροπή, αυτός που επισύρει την κατακραυγή, την απόρριψη ή τον στιγματισμό.
Συνέχεια »