Έγχυμα : υδατικό εκχύλισμα δρόγης, που λαμβάνεται όταν η ουσία αυτή περιχυθεί με βραστό νερό για μερικά λεπτά.
Συνέχεια »Εγωπαθής
Εγωπαθής : αυτός που αγαπά παθολογικά τον εαυτό του, που χαρακτηρίζεται από υπερβολικό εγωισμό και φιλαυτία.
Συνέχεια »Εγωτισμός
Εγωτισμός : η υπερβολική αυτοανάλυση και αυτοκαλλιέργεια του ατόμου με σκοπό την ανάδειξη και τελειοποίηση κάθε προσωπικού και πρωτότυπου στοιχείου του ή την ατομική του τελειοποίηση.
Συνέχεια »Εδαφικότητα
Εδαφικότητα : το δικαίωμα κράτους να τιμωρεί τους αλλοδαπούς που διαπράττουν έγκλημα στο έδαφος του.
Συνέχεια »Έδικτον
Έδικτον : διάταγμα που εκδιδόταν από άρχοντα.
Συνέχεια »Εδραίος
Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Συνέχεια »Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.
Συνέχεια »Εθελόδουλος
Εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει δούλος, που ανέχεται τη δουλεία.
Συνέχεια »Εθελούσιος
Εθελούσιος : αυτός που συντελείται με τη θέληση του πράττοντος, που προκύπτει από την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Συνέχεια »Εγκλιματίζω
Εγκλιματίζω : συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε ξένο προς αυτόν κλίμα.
Συνέχεια »Εθιμοτυπία
Εθιμοτυπία : το σύνολο των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς που έχουν επικρατήσει και εφρμόζονται στις διάφορες εκδηλώσεις της κοιωννικής ζωής.
Συνέχεια »Εγκλίνομαι
Εγκλίνομαι : αποβάλλω τον τόνο μου ή τον αποβιβάζω στην τελευταία συλλαβή της προηγούμενης λέξης.
Συνέχεια »Εθνικισμός
Εθνικισμός : υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα του έθνους και των εθνικών ιδεωδών με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και κατώτερα και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα.
Συνέχεια »Εγκόλπιο
Εγκόλπιο : περιληπτικό βιβλίο μικρού συνήθως σχήματος, που περιλαμβάνει βασικές και εκλαϊκευμένες γνώσεις, οδηγίες, κανονισμούς κ.λπ. για ορισμένη επιστήμη, τέχνη, διδασκαλία.
Συνέχεια »Εγκυκλοπαιδισμός
Εγκυκλοπαιδισμός : η συστηματική κια μέχρι υπερβολής προσπάθεια να αποκτήσει κανείς εγκυκλοπαιδικές γνώσεις (συχνά για λόγους επιδεικτικούς και χωρίς κριτική επεξεργασία τους).
Συνέχεια »Εγκύπτω
Εγκύπτω : σκύβω και εξετάζω με προσοχή (αντικείμενο ή γεγονός, κατάσταση, ζήτημα κ.τλ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.
Συνέχεια »