Εγκύπτω : σκύβω και εξετάζω με προσοχή (αντικείμενο ή γεγονός, κατάσταση, ζήτημα κ.τλ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.
Συνέχεια »Εγκύστωση
Εγκύστωση : η δημιουργία περιβλήματος (κύστη) από οργανισμό και η έγκλειση σε αυτό, πράγμα που συνοδεύεται από ελάττωση των φυσιολογικών λειτουργιών του, προκειμένου ο οργανισμό να αντιμετωπίσει παροδικές δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος.
Συνέχεια »Εγκαιροφλεγής
Εγκαιροφλεγής : αυτός που αναφλέγεται εύκολα, στην κατάλληλη στιγμή.
Συνέχεια »Εγκαλλώπισμα
Εγκαλλώπισμα : οτιδήποτε για το οποίο μπορεί να κανείς να καμαρώνει, να καυχάται.
Συνέχεια »Εγκαταβίωση
Εγκαταβίωση : γενικά ο τρόπος ζωής, το πως ζει κανείς κάπου, η ζωή σε μονή, το να μανόζει, να ασκητεύει.
Συνέχεια »Εγκατασπείρω
Εγκατασπείρω : σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις.
Συνέχεια »Έγκειται
Έγκειται : βρίσκεται, ενυπάρχει.
Συνέχεια »Εγκεφαλοκήλη
Εγκεφαλοκήλη : η πρόπτωση τμήματος του εγκεφάλου από τρύπα του κρανίου (προέρχεται συνήθως από σοβαρό τραύμα).
Συνέχεια »Έγγειος
Έγγειος : αυτός που αναφέρεται στη γη, που συνιστά ακίνητο περιουσιακό στοιχείο ή προέρχεται από αυτό.
Συνέχεια »Έγκλεισμα
Έγκλεισμα : μικροσκοπικό σώμα σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάσταση, που εγκλείεται στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών.
Συνέχεια »Έγγιστα
Έγγιστα : πάρα πολύ κοντά.
Συνέχεια »Εγκλείστρα
Εγκλείστρα : κάθε κλειστός χώρος, σπηλιά, όπου μονάζει ένας ασκητής.
Συνέχεια »Εγγράμματος
Εγγράμματος : αυτός που γνωρίζει γράμματα, που έχει μόρφωση.
Συνέχεια »Εγκληματογραφία
Εγκληματογραφία : η περιγραφή και κατάταξη των εγκλημάτων.
Συνέχεια »Εγγραφέας
Εγγραφέας : όργανο που επιτρέπει τη συνεχή ή κατά διαστήματα καταγραφή της πορείας ενός φυσικού μεγέθους.
Συνέχεια »Έγκληση
Έγκληση : η καταγγελία αδικήματος με απαίτηση τιμωρίας του δράστη, μήνυση που υποβάλλεται εκ μέρους του παθόντος ή σχετικού προσώπου για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε εναντίον του ή εναντίον των οικείων του.
Συνέχεια »