Δυσοίωνος : αυτός που προοιωνίζεται κακή έκβαση, που δεν αφήνει περιθώρια για θετικές εξελίξεις.
Συνέχεια »Δυσεκτασία
Δυσεκτασία : διαταραχή κατά τη διάνοιξη του στομίου της ουροδόχου κύστης.
Συνέχεια »Δυσπαρευνία
Δυσπαρευνία : η παθολογική κατάσταση κατά την οποία η συνουσία είναι επώδυνη ή δυσχερής για την γυναίκα λόγω ψυχολογικών ή οργανικών αιτιών.
Συνέχεια »Δυσενδοκρινία
Δυσενδοκρινία : διαταραχή κατά τη διάνοιξη των ενδοκρινικών αδενών.
Συνέχεια »Δυσπραγία
Δυσπραγία : η έλλειψη άνεσης και ευρωστίας στο βιοτικό επίπεδο, η κατάσταση στενότητας και δυσχερειών.
Συνέχεια »Δυσεξίτηλος
Δυσεξίτηλος : αυτός που δύσκολα ξεβάφει, που δύσκολα χάνεται.
Συνέχεια »Δυσπρόσιο
Δυσπρόσιο : μεταλλικό στοιχείο λευκού χρώματος, σκληρό, δραστικό και δύστηκτο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στην πυρηνική τεχνολογία.
Συνέχεια »Δυσεπίσχετος
Δυσεπίσχετος : αυτός που με δυσκολία ανακόπτεται και συγκρατείται.
Συνέχεια »Δυσηκοΐα
Δυσηκοΐα : δυσκολία στην ακοή, η κακή ακοή.
Συνέχεια »Δυσήλιος
Δυσήλιος : αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο, που δύσκολα τον βλέπει ο ήλιος.
Συνέχεια »Δυσήνιος
Δυσήνιος : αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι, αδάμαστος.
Συνέχεια »Δυσηχαγωγός
Δυσηχαγωγός : αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα του ήχου από μια επιφάνεια σε άλλη μέσα από τη μάζα του.
Συνέχεια »Δυσθανασία
Δυσθανασία : η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία, ο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Συνέχεια »Δυσθυμία
Δυσθυμία : η κακή ψυχική διάθεση, η έλλειψη κεφιού και όρεξης για ζωή.
Συνέχεια »Δυναμό
Δυναμό : η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες, όσο και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων.
Συνέχεια »Δουλόφρων
Δουλόφρων : αυτός που έχει φρόνημα και τρόπο ζωής δούλου.
Συνέχεια »