Δρόγη : η ζωική ή φυτική πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων, επίσης, χαρακτηρισμός φαρμάκων.
Συνέχεια »Δρόγη
23 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
23 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δρόγη : η ζωική ή φυτική πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων, επίσης, χαρακτηρισμός φαρμάκων.
Συνέχεια »23 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δρόλαπας : βροχή μαζί με σφοδρό αέρα.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολερός : αυτός που χαρακτηρίζεται από δόλο, που εκφράζει ή χρησιμοποιεί δόλια μέσα, πανούργος.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δουλοκτητικός : αυτός που σχετίζεται με το σύστημα της δουλοκτησίας.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολιχοδρομώ : διανύω μεγάλη απόσταση, καθυστερώ.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δουλοπαροικία : το σύστημα κατά το οποίο εκτάσεις γης που άνηκαν σε φεουδάρχη καλλιεργούνταν από δουλοπάροικους.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολιχοκεφαλία : η ανάπτυξη του ανθρώπινου κρανίου κατά τρόπον ώστε να είναι πολύ μακρύ σε σχέση με το πλάτος του.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δουλοπρεπής : αυτός που επιδεικνύει συμπεριφορά δούλου.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δόλιχος : δρόμος αντοχής μεγάλων αποστάσεων και μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με δώδεκα στάδια.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολομίτης : ανοιχτόχρωμο, συνήθως κιτρινωπό ή γκριζόλευκο ορυκτό, που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο και μαγνήσιο και απαντά στη φύση κυρίως σε μορφή μικρών συμπαγών κρυστάλλων, χρησιμοποιείται στην οικοδομική, τη γλυπτική, τη δικοσμητική και ως πυρίμαχο υλικό.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δομέστικος ή Δομέστιχος : έμπιστο πρόσωπο που κατείχε ανώτερο αξίωμα στη στρατιωτική, πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δομικός : αυτός που σχετίζεται με τη δόμηση, με την κατασκευή ή το χτίσιμο.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δομισμός : κοινή θεωρία ορισμένων επιστημών του ανθρώπου, η οποία προσεγγίζει τα ανθρώπινα πράγματα ως δομικά στοιχεία ενός όλου, που αλληλοπροσδιορίζονται με βάση συγκεκριμένους κανόνες.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δόμος : η οροφή που έχει ημισφαιρικό σχήμα.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δονάκιον : μικροσκοπικό και αερόβιο βακτήριο που προκαλεί χολέρα.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δονκιχώτης : αυτός που δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας και παρασύρεται από ρομαντικές φαντασιοπληξίες, αυτός που αναλίσκεται σε αδιέξοδες, ουτοπικές διεκδικήσεις.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο