Δίφορος : αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο.
Συνέχεια »Δίφρος
Δίφρος : κάθισμα χωρίς ράχη και βραχίονες.
Συνέχεια »Διχειλικός
Διχειλικός : φθόγγος που παράγεται με τη βοήθεια και των δύο χειλιών.
Συνέχεια »Διχοστασία
Διχοστασία : η διάσταση απόψεων, συμφερόντων.
Συνέχεια »Διωδία
Διωδία : μελωδία που εκτελείται από δύο φωνές, ντουέτο.
Συνέχεια »Διωστήρας
Διωστήρας : ράβδος που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική μεταξύ δύο εξαρτημάτων αρθρωμένων στα άκρα της με παράλληλους άξονες.
Συνέχεια »Δόγα
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Συνέχεια »Δισκοπάθεια
Δισκοπάθεια : κάθε πάθηση μεσοσπονδύλιων δίσκων της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου.
Συνέχεια »Δογματίζω
Δογματίζω : αποφαίνομαι με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Συνέχεια »Δισκοπρίονο
Δισκοπρίονο : ηλεκτροκίνητο πριόνι που περιλαμβάνει έναν οδοντωτό δίσκο, ο οποίος περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα.
Συνέχεια »Δοθιήνας
Δοθιήνας : φλεγμονώδες, πυώδες, εξάνθημα του δέρματος.
Συνέχεια »Διομολόγηση
Διομολόγηση : οι αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, που ζουν σε μη αναπττυγμένες χώρες.
Συνέχεια »Διονυσιάζομαι
Διονυσιάζομαι : βακχεύω, οργιάζω, μεθοκοπώ.
Συνέχεια »Διονυσιασμός
Διονυσιασμός : η έξαψη των αισθήσεων που συνοδεύεται από ερωτικό οίστρο, η μανία για απολαύσεις.
Συνέχεια »Διόραμα
Διόραμα : θέαμα κατά το οποίο τα όσα παριστάνονται δίνουν την ψευδαίσθηση του πραγματικού λόγω του κατάλληλου φωτισμού.
Συνέχεια »Διόρυξη
Διόρυξη : η εσκαφή, η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή διώρυγας.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο