Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Συνέχεια »Δόγα
21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δισκοπάθεια : κάθε πάθηση μεσοσπονδύλιων δίσκων της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δογματίζω : αποφαίνομαι με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δισκοπρίονο : ηλεκτροκίνητο πριόνι που περιλαμβάνει έναν οδοντωτό δίσκο, ο οποίος περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοθιήνας : φλεγμονώδες, πυώδες, εξάνθημα του δέρματος.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δισταυρία : σύστημα εκλογής υποψηφίων, κατά το οποίο επιτρέπεται, ανάλογα με την εκλογική περιφέρεια, η σημείωση σταυρού δίπλα στα ονόματα δύο μόνο υποψηφίων στο ψηφοδέλτιο κάθε συνδυασμού.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοιάκι : μοχλός που χρησιμοποιείται για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δίστηλος : αυτός που έχει ή εκτείνεται σε δύο στήλες.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δόκανο : παγίδα για την σύλληψη θηραμάτων.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διστομίαση : λοίμωξη του ανθρώπου και των μηρυκαστικών, την οποία προκαλούν τα παρασιτικά σκουλήκια τα οποία ονομάζονταιδίστομα και που εκδηλώνεται ανάλογα με την περίπτωση με διάρροια, φαγούρα κ.ά.
Συνέχεια »21 Μαΐου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Συνέχεια »22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διόρυξη : η εσκαφή, η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή διώρυγας.
Συνέχεια »22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διοσημία : φυσικό ή καιρικό φαινόμενο, που οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν σαν μήνυμα από τους θεούς ή οιωνό που προανήγγελλε το μέλλον.
Συνέχεια »22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διπλαρώνω : πλησιάζω κάποιον με υστερόβουλους σκοπούς.
Συνέχεια »22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διπλογραφία : η τήρηση λογιστικών βιβλίων με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου.
Συνέχεια »22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διπλωπία : η διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Συνέχεια »