Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
Συνέχεια »Επίορκος
Επίορκος : αυτός που καταπατεί, που αθετεί τον όρκο του.
Συνέχεια »Ερίφης
Ερίφης : ο πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους.
Συνέχεια »Επιπεφυκώς
Επιπεφυκώς : ο λεπτός διαφανής βλεννογόνος που σκεπάζει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού.
Συνέχεια »Έρμα
Έρμα : το συνολικό βάρος που προστίθεται σε σκάφος, για να ρυθμίζει την ισορροπία του.
Συνέχεια »Επανωκαλύμμαυχο
Επανωκαλύμμαυχο : μαύρο κάλυμμα από ύφασμα, που τίθεται επάνω στον σκούφο μοναχών ή στο καλυμμαύχι των ιερομένων και φέρεται από τους άγαμους κληρικούς ως διακριτικό της μοναχικής τους ιδιότητας.
Συνέχεια »Έπαρμα
Έπαρμα : οτιδήποτε εξέχει από μια επιφάνεια, ύψωμα.
Συνέχεια »Επαφίεμαι
Επαφίεμαι : εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή υπόθεση μου στην κρίση ή τη διάθεση (κάποιου).
Συνέχεια »Επαχθής
Επαχθής : αυτός που επιβαρύνει, ο δυσβάστακτος.
Συνέχεια »Επείσακτος
Επείσακτος : αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα.
Συνέχεια »Επέκεινα
Επέκεινα : πέρα από ορισμένο τόπο, χρόνο, ποσό.
Συνέχεια »Έπηλυς
Έπηλυς : αυτός που ήρθε από άλλη χώρα, αλλοδαπός.
Συνέχεια »Επιδιδυμίδα
Επιδιδυμίδα : επιμήκης σχηματισμός που περιβάλλει από πάνω και πίσω καθέναν από τους όρχεις και στον οποίο αποθηκεύεται το σπέρμα μέχρι την έξοδο του από το πέος.
Συνέχεια »Επιζωοτία
Επιζωοτία : λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια, που προσβάλλει συγχρόνως μεγάλο αριθμό κατοικίδιων ζώων και ορίζεται ως τέτοια από το νόμο.
Συνέχεια »Επικουρία
Επικουρία : η παροχή ενισχύσεως, βοήθειας.
Συνέχεια »Εξωνημένος
Εξωνημένος : εξαγορασμένος, αυτός που με την υπόσχεση ή τη λήψη ανταλλαγμάτων δεν ενεργεί νόμιμα ή ηθικά.
Συνέχεια »