Ερέα : μάλλινο ύφασμα μεγάλης πυκνότητας και ανθεκτικότητας.
Συνέχεια »Ερέα
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερέα : μάλλινο ύφασμα μεγάλης πυκνότητας και ανθεκτικότητας.
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίνευση : η κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός.
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Επίορκος : αυτός που καταπατεί, που αθετεί τον όρκο του.
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2009Ελληνικό Λεξικό
Ερίφης : ο πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επακτή : η ηλικία της Σελήνης την 1η Μαρτίου, που είναι ίδια με την ηλικία της την 1η Ιανουαρίου, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κινητών εορτών.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επανωκαλύμμαυχο : μαύρο κάλυμμα από ύφασμα, που τίθεται επάνω στον σκούφο μοναχών ή στο καλυμμαύχι των ιερομένων και φέρεται από τους άγαμους κληρικούς ως διακριτικό της μοναχικής τους ιδιότητας.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έπαρμα : οτιδήποτε εξέχει από μια επιφάνεια, ύψωμα.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επαφίεμαι : εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή υπόθεση μου στην κρίση ή τη διάθεση (κάποιου).
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επαχθής : αυτός που επιβαρύνει, ο δυσβάστακτος.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επείσακτος : αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επέκεινα : πέρα από ορισμένο τόπο, χρόνο, ποσό.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έπηλυς : αυτός που ήρθε από άλλη χώρα, αλλοδαπός.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επιδιδυμίδα : επιμήκης σχηματισμός που περιβάλλει από πάνω και πίσω καθέναν από τους όρχεις και στον οποίο αποθηκεύεται το σπέρμα μέχρι την έξοδο του από το πέος.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επιζωοτία : λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια, που προσβάλλει συγχρόνως μεγάλο αριθμό κατοικίδιων ζώων και ορίζεται ως τέτοια από το νόμο.
Συνέχεια »29 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Επικουρία : η παροχή ενισχύσεως, βοήθειας.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο