Δικολάβος : πρακτικός δικηγόρος που δεν έχει πτυχίο και μπορεί να δικηγορεί μόνον σε κατώτερα δικαστήρια.
Συνέχεια »Δικομανία
Δικομανία : η μανία για δίκες, η υπερβολική επιθυμία να παρακολουθεί κανείς δίκες ή να προσφεύγει συχνά στη δικαιοσύνη.
Συνέχεια »Δικονομία
Δικονομία : το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, καθορίζοντας τα όργανα, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία παροχής νομικής προστασίας στα πρόσωπα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα.
Συνέχεια »Διδάχος
Διδάχος : αυτός που υποδεικνύει ή διδάσκει τους άλλους, ο δάσκαλος.
Συνέχεια »Διεγκεφαλικός
Διεγκεφαλικός : ένα από τα τμήματα του εγκεφάλου, που περιλαμβάνει τους οπτικούς θαλάμους, την επίφυση, την υπόφυση και τον υποθάλαμο.
Συνέχεια »Διεθνισμός
Διεθνισμός : η θεωρία σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκεται η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των λαών και η κατάργηση των επιμέρους εθνικών συμφερόντων.
Συνέχεια »Διεκπεραιώνω
Διεκπεραιώνω : περατώνω, ολοκληρώνω εγασία με σειρά ενεργειών.
Συνέχεια »Διένεξη
Διένεξη : έντονη αντιπαράθεση.
Συνέχεια »Διεπίδραση
Διεπίδραση : η αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία, πρόσωπα, συστήματα πληροφορικής και χρήστες.
Συνέχεια »Διερμηνέας
Διερμηνέας : ο ειδκός που βοηθάει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους άνθρωποι που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, μεταφράζοντας τα λεγόμενα του ενός στη γλώσσα του άλλου.
Συνέχεια »Διεστραμμένος
Διεστραμμένος : αυτός που αποκλίνει από ότι θεωρείται ορθό, ηθικό, φυσιολογικό.
Συνέχεια »Διευθέτηση
Διευθέτηση : η τακτοποίηση, η ρύθμιση κάποιου προβλήματος ή θέματος.
Συνέχεια »Διευθυντήριο
Διευθυντήριο : ο χώρος που στεγάζει τη διεύθυνση, διοίκηση.
Συνέχεια »Διευθυντικός
Διευθυντικός : αυτός που σχετίζεται με τον διευθυντή ή τη διεύθυνση.
Συνέχεια »Διεύρυνση
Διεύρυνση : η αύξηση του εύρους και η επέκταση (γεωγραφική) στο χώρο.
Συνέχεια »Δίβουλος
Δίβουλος : αυτός που δεν μπορεί να καταλήξει σε μία άποψη.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο