Δικαιοστάσιο : προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε έκτακτες περιπτώσεις ύστερα από ειδική νομική ρύθμιση.
Συνέχεια »Δικανικός
Δικανικός : αυτός που αναφέρεται σε δίκη ή δικαστήριο.
Συνέχεια »Δικέλλα
Δικέλλα : εργαλείο για σκάψιμο, που έχει τη μία άκρη διχαλωτή.
Συνέχεια »Διεύρυνση
Διεύρυνση : η αύξηση του εύρους και η επέκταση (γεωγραφική) στο χώρο.
Συνέχεια »Δίβουλος
Δίβουλος : αυτός που δεν μπορεί να καταλήξει σε μία άποψη.
Συνέχεια »Διζωνικός
Διζωνικός : αυτός που αποτελείται από δύο (γεωγραφικές) ζώνες ή σκοπεύει στην ύπαρξη δύο ζωνών.
Συνέχεια »Διγενής
Διγενής : αυτός που προέρχεται από δύο διαφορετικά γένη, φυλές ή εθνότητες.
Συνέχεια »Διήγημα
Διήγημα : πεζογράφημα μικρής σχετικά έκτασης, το οποίο παρουσιάζει την ολοκληρωμένη αφήγηση περιστατικού ή ιστορίας.
Συνέχεια »Διδακτισμός
Διδακτισμός : η τάση κάποιου να θέλει να διδάξει, να δίνει διδάγματα.
Συνέχεια »Διήθημα
Διήθημα :το καθαρό υγρό που μένει, αφού φιλτάρουμε υγρό μείγμα.
Συνέχεια »Διδαχή
Διδαχή : η διδασκαλία, η προτροπή, που αποβλέπει στη νουθεσία.
Συνέχεια »Διήκω
Διήκω : φθάνω από ένα σημείο σε άλλο.
Συνέχεια »Διδάχος
Διδάχος : αυτός που υποδεικνύει ή διδάσκει τους άλλους, ο δάσκαλος.
Συνέχεια »Διεγκεφαλικός
Διεγκεφαλικός : ένα από τα τμήματα του εγκεφάλου, που περιλαμβάνει τους οπτικούς θαλάμους, την επίφυση, την υπόφυση και τον υποθάλαμο.
Συνέχεια »Διεθνισμός
Διεθνισμός : η θεωρία σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκεται η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των λαών και η κατάργηση των επιμέρους εθνικών συμφερόντων.
Συνέχεια »Διεκπεραιώνω
Διεκπεραιώνω : περατώνω, ολοκληρώνω εγασία με σειρά ενεργειών.
Συνέχεια »