Διαβατάρης: Διαβάτης
Συνέχεια »Δήγμα
Δήγμα: Δαγκωνιά, δαγκωματιά. Κατ’ επέκταση το τσίμπημα από έντομα.
Συνέχεια »Δηκτικός
Δηκτικός: Αυτός που θίγει, που πειράζει, που προκαλεί λόγω της οξύτητάς του.
Συνέχεια »Δηλοποιώ
Δηλοποιώ: Καθιστώ (κάτι) φανερό, γνωστοποιώ
Συνέχεια »Δήλος
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »Δηλωσίας
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
Συνέχεια »Δημαιρεσία
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
Συνέχεια »Δημεγέρτης
Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.
Συνέχεια »Δήμευση
Δήμευση: Η κατάσχεση ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου ιδιώτη προς όφελος του δημοσίου κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.
Συνέχεια »Δημοκόπος
Δημοκόπος: Αυτός που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη του λαού, για να αποκομίσει πολιτικό και προσωπικό όφελος.
Συνέχεια »Δημοσιά
Δημοσιά: Μεγάλος, δημόσιος δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο (όχι πόλεις ή κατοικημένες περιοχές).
Συνέχεια »Δημοσιογραφίσκος
Δημοσιογραφίσκος: Άσημος και ανάξιος λόγου δημοσιογράφος, αυτός που δεν διαθέτει κύρος ανάμεσα στους ομοτέχνους της.
Συνέχεια »Δεσποινάριο
Δεσποινάριο: Μικρό κορίτσι, πολύ νεαρή γυναίκα
Συνέχεια »Δημοσιολογία
Δημοσιολογία: Η επιστημονική μελέτη και ενασχόληση με το δημόσιο δίκαιο και γενικότερα με τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Συνέχεια »Δέστρα
Δέστρα: Σιδερένια στήλη, στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα του λιμανιού, για να δένονται εκεί τα σχοινιά των πλοίων.
Συνέχεια »Δημοσιονομία
Δημοσιονομία: Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των δημοσίων οικονομικών και συγκεκριμένα με την εξεύρεση τρόπων και μεθόδων για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των οικονομικών του κράτους.
Συνέχεια »