Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »Δήλος
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασονόμος :ο κατώτερος δασικός υπάλληλος που ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε περιφέρεια του δασαρχείου.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δερβέναγας: ο αρχηγός του σώματος ενόπλων που φρουρούσαν τους δημόσιους χώρους και κυρίως τις διαβάσεις των βουνών.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασοπονία: κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με την εφαρμογή των πορισμάτων της για τη διαχείριση και εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων προς όφελος του ανθρώπου
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δερβένι: στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασύλλιο: μικρό δάσος
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δερβισόπαιδο: το πολύ καλό παιδί, που το θαύμαζαν για το χαρακτήρα του και τη λεβεντιά του.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασύνω: γράφω η προφέρω φθόγγο με δασύ πνεύμα.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασύπους: αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Συνέχεια »26 Ιουνίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο