Δηλοποιώ: Καθιστώ (κάτι) φανερό, γνωστοποιώ
Συνέχεια »Δήλος
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »Δηλωσίας
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
Συνέχεια »Δημαιρεσία
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
Συνέχεια »Δεντρογαλιά
Δεντρογαλιά: διάφορα μικρά φίδια χωρίς δηλητήριο, που αναρριχώνται στα δέντρα
Συνέχεια »Δασονομείο
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Συνέχεια »Δεντρώνω
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Συνέχεια »Δασονόμος
Δασονόμος :ο κατώτερος δασικός υπάλληλος που ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε περιφέρεια του δασαρχείου.
Συνέχεια »Δερβέναγας
Δερβέναγας: ο αρχηγός του σώματος ενόπλων που φρουρούσαν τους δημόσιους χώρους και κυρίως τις διαβάσεις των βουνών.
Συνέχεια »Δασοπονία
Δασοπονία: κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με την εφαρμογή των πορισμάτων της για τη διαχείριση και εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων προς όφελος του ανθρώπου
Συνέχεια »Δερβένι
Δερβένι: στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά.
Συνέχεια »Δασύλλιο
Δασύλλιο: μικρό δάσος
Συνέχεια »Δερβισόπαιδο
Δερβισόπαιδο: το πολύ καλό παιδί, που το θαύμαζαν για το χαρακτήρα του και τη λεβεντιά του.
Συνέχεια »Δασύνω
Δασύνω: γράφω η προφέρω φθόγγο με δασύ πνεύμα.
Συνέχεια »Δασύπους
Δασύπους: αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια
Συνέχεια »Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Συνέχεια »