Γκιόσα: γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας , που δεν γεννά πλέον . Μεταφορικά το λέμε για γυναίκα γερασμένη , κακοφτιαγμένη και στριμμένη.
Συνέχεια »Γκιουλέκας
Γκιουλέκας: αυτός που παριστάνει τον νταή , τον σκληρό , τον παλικαρά.
Συνέχεια »Γκλάβα
Γκλάβα: το κεφάλι , το μυαλό.
Συνέχεια »Γκόλφι
Γκόλφι : το εγκόλπιο.
Συνέχεια »Γκορτσιά
Γκορτσιά: η αγριοαχλαδιά.
Συνέχεια »Γκούλας
Γκούλας: φαγητό κατσαρόλας ουγγρικής προελεύσεως από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας , καρυκευμένο με πάπρικα.
Συνέχεια »Γκρας
Γκρας: οπισθογεμές ντουφέκι παλαιού τύπου . Χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό , κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου
Συνέχεια »Γκρέκα
Γκρέκα: διακοσμητικό σχήμα μαιάνδρου.
Συνέχεια »Γιοματάρι
Γιοματάρι : βαρελίσιο κρασί που ανοίχτηκε πρόσφατα .
Συνέχεια »Γκαραντί
Γκαραντί: η εγγύηση . ο εγγυημένος , αυτός που έχει εγγύηση.
Συνέχεια »Γιορντάνι
Γιορντάνι : περιδέραιο αποτελούμενο από χρυσά ή ασημένια νομίσματα.
Συνέχεια »Γκέκας
Γκέκας: 1. το μέλος αλβανικής φυλής , που κατοικεί στην Αλβανία 2. μεταφορικά – υβριστικά , ο σωματώδης , άξεστος άνθρωπος , με βάναυσους τρόπους και μεγάλο πείσμα. 3. σκύλος κυνηγετικής ράτσας με μεγάλη αντοχή.
Συνέχεια »Γιορτάσι
Γιορτάσι: το γλέντι , το πανηγύρι σε ανάμνηση επετείου χαρμόσυνου γεγονότος.
Συνέχεια »Γιουκαλίλι
Γιουκαλίλι : έγχορδο μουσικό όργανο στο σχήμα κιθάρας , με μακρύ μπράτσο και τέσσερεις χορδές , ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης .
Συνέχεια »Γιούκος
Γιούκος: στοίβα από σεντόνια , κουβέρτες , στρώματα , παπλώματα κ.λπ.
Συνέχεια »Γιούλι
Γιούλι : ο μενεξές.
Συνέχεια »