Γερομπαμπαλής : γέρος ανόητος και ξεμωραμένος.
Συνέχεια »Γεροντίαση
Γεροντίαση : η πρόωρη εμφάνιση γεροντικών χαρακτηριστικών (άσπρισμα μαλλιών , ρυτίδιασμα του δέρματος) , που εμφανίζεται σε νεαρά άτομα.
Συνέχεια »Γεροντοκορισμός
Γεροντοκορισμός : η ιδιότροπη συμπεριφορά που ταιριάζει σε γεροντοκόρη . Ιδιοτροπία , παραξενιά.
Συνέχεια »Γεροντόπιασμα
Γεροντόπιασμα : 1.το παιδί του οποίου οι γονείς είναι σε προχωρημένη για τεκνοποίηση ηλικία . 2. Ο άνθρωπος ο δύσθυμος και καχεκτικός .
Συνέχεια »Γεροντοφιλία
Γεροντοφιλία : η ερωτική επιθυμία νεαρών ατόμων για άτομα μεγάλης ηλικίας.
Συνέχεια »Γαστέρα
Γαστέρα : η κοιλιακή χώρα .
Συνέχεια »Γαστραλγία
Γαστραλγία : ο πόνος στην κοιλιακή χώρα.
Συνέχεια »Γδούπος
Γδούπος : ο απότομος , υπόκωφος θόρυβος.
Συνέχεια »Γαλέτα
Γαλέτα : κομμάτι ή φέτα ψωμιού που έχει ξαναψηθεί , που δίνεται ως ξηρά τροφή σε στρατιώτες και ναυτικούς .
Συνέχεια »Γέλη
Γέλη : το τζελ.
Συνέχεια »Γαλή
Γαλή : η γάτα.
Συνέχεια »Γεμιστής
Γεμιστής : παλιός και έμπειρος ναυτικός . Επίσης ειρωνικά είναι αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα και προσποιείται τον πολύξερο.
Συνέχεια »Γαλιάντρα
Γαλιάντρα : ο Κορυδαλλός. Χρησιμοποιείται και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός προσώπου που μιλάει ακατάπαυστα.
Συνέχεια »Γεμολόγος
Γεμολόγος : ο ειδικός που πιστοποιεί τη γνησιότητα πολύτιμων λίθων .
Συνέχεια »Γαλίφης
Γαλίφης : αυτός που κολακεύει τους άλλους για να πετύχει τους σκοπούς του
Συνέχεια »Γερακάρης
Γερακάρης : ο εκγυμναστής γερακιών για το κυνήγι.
Συνέχεια »