Βια : η βιασύνη ( « σε γνωρίζω από την όψη , που με βια μετράει τη γη » )
Συνέχεια »ΒΙΑ
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
25 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βια : η βιασύνη ( « σε γνωρίζω από την όψη , που με βια μετράει τη γη » )
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυρός : αυτός που προκαλεί αηδία και αποστροφή
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βένθος : ο βυθός των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών και συνεκδοχικά το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στους βυθούς των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών , σε αντίθεση προς το πλαγκτόν
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βελτιωτικός : αυτός που συντελεί στην βελτίωση .
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεγκέρα : η βραδινή επίσκεψη και συγκέντρωση σε σπίτι ή στο ύπαιθρο για συναναστροφή και διασκέδαση , όπου προσφέρονται ποτά , γλυκίσματα ή και φαγητά
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεντετισμός : υπεροπτική και αυτάρεσκη νοοτροπία και συμπεριφορά
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενεδικτίνη : γαλλικό ηδύποτο ( λικέρ) , που παρασκευάζεται από διάφορα αρωματικά φυτά και έχει κίτρινο χρώμα .
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βέδες : θρησκευτικά κείμενα που συνετέθηκαν στην Ινδία στη σανσκριτική γλώσσα κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. και περιλαμβάνουν τέσσερεις συλλογές λειτουργικού περιεχομένου και τρία υπομνήματα των συλλογών
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδέλυγμα : οτιδήποτε προκαλεί αηδία , αποτροπιασμό
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενεδικτίνος : ο μοναχός του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεδισμός : η θρησκεία των Ινδών μέχρι την επικράτηση του βραχμανισμού , κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η πίστη και ότι η λύτρωση επιτυγχάνεται δια των έργων και όχι λόγου χάρη μέσω της γνώσεως .
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυγμία : το αίσθημα της ηθικής αποστροφής , της αηδίας
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βενζόη : ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Α. Ινδίας και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βεδουίνος : κάθε μέλος των νομαδικών πληθυσμών που περιπλανώνται στις ερήμους της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βδελυρός : αυτός που προκαλεί αηδία και αποστροφή
Συνέχεια »8 Νοεμβρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βένθος : ο βυθός των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών και συνεκδοχικά το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στους βυθούς των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών , σε αντίθεση προς το πλαγκτόν
Συνέχεια »