Βαρβατεύω : καταλαμβάνομαι από γενετήσια ορμή ( για τα ζώα ) .
Συνέχεια »ΒΑΤΤΑΡΙΖΩ
Βατταρίζω : μιλώ έχοντας κακή άρθρωση , τραυλίζω . Μεταφορικά μιλάω σαν μωρό .
Συνέχεια »ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ
Βαρδιάνος : ο σκοπός , ο φρουρός .
Συνέχεια »ΒΑΤΤΟΛΟΓΩ
Βαττολογώ: μιλώ ακατάσχετα , αναμασώ τα ίδια και τα ίδια , χωρίς να αναφέρω κάτι ουσιαστικό και χρήσιμο .
Συνέχεια »ΒΑΡΕΛΟΦΡΩΝ
Βαρελόφρων : πρόσωπο που του αρέσει πολύ το ποτό . Ο μπεκρής .
Συνέχεια »ΒΑΥΚΑΛΙΖΩ
Βαυκαλίζω : εξαπατώ , παρασύρω σε σφαλερό δρόμο .
Συνέχεια »ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
Βαρκαρόλα : ρομαντικό τραγούδι βαρκάρη ( κυρίως βενετσιάνου γονδολιέρη ) , το οποίο συνοδεύει τη βόλτα με βάρκα .
Συνέχεια »ΒΑΥΚΑΛΙΖΟΜΑΙ
Βαυκαλίζομαι : ξεγελώ τον εαυτό μου με μάταιες προσδοκίες .
Συνέχεια »ΒΑΡΟΝΙΑ
Βαρονία : ο τίτλος του βαρόνου . Τα εδάφη που ανήκουν στον βαρόνο .
Συνέχεια »ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Βαρύθυμος : αυτός που διακατέχεται από δυσάρεστα συναισθήματα , όπως λύπη , μελαγχολία κλπ.
Συνέχεια »ΒΑΡΥΝΟΙΑ
Βαρύνοια : η αμβλύνοια , η διανοητική βραδύτητα .
Συνέχεια »ΒΑΣΑΝΟΣ
Βάσανος : η σε βάθος εξέταση στοιχείων με στόχο την εξακρίβωση της αλήθειας ή της αξίας .
Συνέχεια »ΒΑΖΙΒΟΥΖΟΥΚΟΣ
Βαζιβουζούκος : άτακτος τούρκος στρατιώτης , που τρομοκρατούσε με τα εγκλήματα και τις αγριότητές του τους χριστιανικούς πληθυσμούς . Κατά επέκταση , ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία και σκληρότητα .
Συνέχεια »ΒΑΚΕΤΑ
Βακέτα : το κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού .
Συνέχεια »ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ
Βακτριανή : η ασιατική καμήλα , βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι φέρει δύο ύβους ( καμπούρες ) .
Συνέχεια »ΒΑΛΛΑΝΤΙΟ
Βαλλάντιο : το σακούλι που γεμίζουμε με χρήματα . Μεταφορικά , οι οικονομικές δυνατότητες .
Συνέχεια »