Βατσινιά : η βάτος . Η έκταση που είναι γεμάτη από βάτους .
Συνέχεια »ΒΑΤΣΙΝΟ
Βάτσινο : ο καρπός που παράγει η βάτος , το βατόμουρο .
Συνέχεια »ΒΑΡΒΑΤΕΥΩ
Βαρβατεύω : καταλαμβάνομαι από γενετήσια ορμή ( για τα ζώα ) .
Συνέχεια »ΒΑΤΤΑΡΙΖΩ
Βατταρίζω : μιλώ έχοντας κακή άρθρωση , τραυλίζω . Μεταφορικά μιλάω σαν μωρό .
Συνέχεια »ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ
Βαρδιάνος : ο σκοπός , ο φρουρός .
Συνέχεια »ΒΑΤΤΟΛΟΓΩ
Βαττολογώ: μιλώ ακατάσχετα , αναμασώ τα ίδια και τα ίδια , χωρίς να αναφέρω κάτι ουσιαστικό και χρήσιμο .
Συνέχεια »ΒΑΡΕΛΟΦΡΩΝ
Βαρελόφρων : πρόσωπο που του αρέσει πολύ το ποτό . Ο μπεκρής .
Συνέχεια »ΒΑΥΚΑΛΙΖΩ
Βαυκαλίζω : εξαπατώ , παρασύρω σε σφαλερό δρόμο .
Συνέχεια »ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
Βαρκαρόλα : ρομαντικό τραγούδι βαρκάρη ( κυρίως βενετσιάνου γονδολιέρη ) , το οποίο συνοδεύει τη βόλτα με βάρκα .
Συνέχεια »ΒΑΥΚΑΛΙΖΟΜΑΙ
Βαυκαλίζομαι : ξεγελώ τον εαυτό μου με μάταιες προσδοκίες .
Συνέχεια »ΒΑΡΟΝΙΑ
Βαρονία : ο τίτλος του βαρόνου . Τα εδάφη που ανήκουν στον βαρόνο .
Συνέχεια »ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Βαρύθυμος : αυτός που διακατέχεται από δυσάρεστα συναισθήματα , όπως λύπη , μελαγχολία κλπ.
Συνέχεια »ΒΑΡΥΝΟΙΑ
Βαρύνοια : η αμβλύνοια , η διανοητική βραδύτητα .
Συνέχεια »ΒΑΘΥΝΟΥΣ
Βαθύνους : αυτός που σκέπτεται εις βάθος , με τρόπο διεισδυτικό και στοχαστικό.
Συνέχεια »ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Βαθύσκιος : αυτός που έχει πυκνή , παχιά σκιά.
Συνέχεια »ΒΑΚΕΤΑ
Βακέτα : το κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού .
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο