Βάγια (η) : η γυναίκα που φροντίζει και μεγαλώνει τα παιδιά , η νταντά , η παραμάννα . Γενικότερα , η υπηρέτρια .
Συνέχεια »ΒΑΓΙΑ
31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βάγια (η) : η γυναίκα που φροντίζει και μεγαλώνει τα παιδιά , η νταντά , η παραμάννα . Γενικότερα , η υπηρέτρια .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαθμονομώ : διαιρώ κατά βαθμούς την κλίμακα (οργάνου μετρήσεως ).
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαθύνους : αυτός που σκέπτεται εις βάθος , με τρόπο διεισδυτικό και στοχαστικό.
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαθύσκιος : αυτός που έχει πυκνή , παχιά σκιά.
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βακέτα : το κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βακτριανή : η ασιατική καμήλα , βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι φέρει δύο ύβους ( καμπούρες ) .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαλλάντιο : το σακούλι που γεμίζουμε με χρήματα . Μεταφορικά , οι οικονομικές δυνατότητες .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψιμυθίωτος: αυτός που δεν έχει περιττά στολίδια .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαλλισμός : η ασθένεια κατά την εκδήλωση της οποίας ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψίχολος: ο αψίθυμος.
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βάραθρο : το βαθύ και απόκρημνο χάσμα της γης .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψύς : αυτός που είναι τσουχτερός στη γεύση . Αυτός που οργίζεται πολύ εύκολα .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαραθρώνω : σπρώχνω ( κάποιον ) ώστε να πέσει σε βάραθρο . Μεταφορικά , καταστρέφω.
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αωρος : αυτός που γίνεται πριν από τον καθορισμένο χρόνο . Για τους καρπούς , αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμα .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Βαρβαριστί : (επίρρημα) σε ξένη γλώσσα : του απάντησε βαρβαριστί . Με τρόπο που παραβιάζει τους γραμματικούς κανόνες ή την αισθητική της γλώσσας .
Συνέχεια »31 Αυγούστου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αωτος : αυτός που δεν έχει αφτιά . Το αγγείο που δεν έχει λαβές .
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο