Ασκαυλος : η γκάιντα.
Συνέχεια »ΑΣΚΕΡΙ
Ασκέρι : πολυπληθές στρατιωτικό σώμα που ανήκει είτε σε τακτικό είτε σε άτακτο στρατό . Είναι το μεγάλο ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων .
Συνέχεια »ΑΣΚΙΑΧΤΟΣ
Ασκιαχτος : αυτός που δεν σκιάζεται , που δεν τρομάζει ποτέ .
Συνέχεια »ΑΣΚΟΕΙΔΗΣ
Ασκοειδής : αυτός που μοιάζει με ασκό.
Συνέχεια »ΑΣΛΑΝΙ
Ασλάνι : το λιοντάρι . Μεταφορικά , είναι ο ρωμαλέος και δυνατός άνθρωπος σαν το λιοντάρι .
Συνέχεια »ΑΡΧΗΓΙΔΑ
Αρχηγίδα : το σκάφος στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός του στόλου ( ναυαρχίδα).
Συνέχεια »ΑΣΠΑΛΑΚΑΣ
Ασπάλακας : ο τυφλοπόντικας . Μεταφορικά , λέμε κάποιον που δεν μπορεί να δει , που δεν έχει οξυδέρκεια , που βρίσκεται σε πνευματικό σκοτάδι .
Συνέχεια »ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
Αρχονταρίκι : δωμάτιο σε μοναστήρι , που προορίζεται για την υποδοχή και την περιποίηση επισκεπτών .
Συνέχεια »ΑΣΠΕΡΜΙΑ
Ασπερμία : η απουσία σπόρων στους καρπούς των φυτών .
Συνέχεια »ΑΡΤΕΣΙΑΝΟ ΦΡΕΑΡ
Αρτεσιανό φρέαρ : πηγάδι που επικοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα και από το οποίο το νερό αναβλύζει χωρίς άντληση , λόγω φυσικής πιέσεως σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων .
Συνέχεια »ΑΡΤΙ
Αρτι : (επίρρημα ) μόλις , πρόσφατα , προ ολίγου .
Συνέχεια »ΑΡΤΙΓΕΝΗΣ
Αρτιγενής : αυτός που μόλις γεννήθηκε , μόλις απέκτησε υπόσταση .
Συνέχεια »ΑΡΤΙΩΝΩ
Αρτιώνω : δίνω σε κάτι τέλεια μορφή , το καθιστώ άρτιο .
Συνέχεια »ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ
Αρτοκλασία : ειδική τελετή στις μεγάλες γιορτές , κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί τους προσφερόμενους πέντε άρτους , που θα μοιραστούν στο εκκλησίασμα .
Συνέχεια »ΑΡΤΟΦΟΡΙΟ
Αρτοφόριο : το λειτουργικό σκεύος , στο οποίο φυλάσσεται ο αγιασμένος άρτος .
Συνέχεια »ΑΡΤΥΜΑ
Αρτυμα : οτιδήποτε προστίθεται στο μαγειρεμένο φαγητό , για να νοστιμίσει , για να κάνει τη γεύση του πιο πικάντικη , π.χ. αλάτι , πιπέρι , μπαχαρικά κ.λπ.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο