Εκτάδην : σε ξαπλωτή στάση, φαρδιά – πλατιά.
Συνέχεια »Εκτομίας
Εκτομίας : αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό.
Συνέχεια »Εκτόπλασμα
Εκτόπλασμα : η ουσία, υποτίθεται ότι εκπέμπεται από το σώμα κάποιων “μέντιουμ”, όταν αυτά βρίσκονται σε ύπνωση, κατά τη διάρκεια πνευματιστικής συγκέντρωσης και από την οποία θεωρείται ότι σχηματίζονται είδωλα.
Συνέχεια »Έκφανση
Έκφανση : κάθε εκδήλωση σε συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων.
Συνέχεια »Εκκόλπωμα
Εκκόλπωμα : κάθε μη φυσιολογική κοιλότητα που μοιάζει με σάκο και η οποία επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο.
Συνέχεια »Έκκρουση
Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.
Συνέχεια »Εκκύκλημα
Εκκύκλημα : σκηνικό μηχάνημα, ξύλινο τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσιάζονταν στη σκηνή τα αποτελέσματα ορισμένων πράξεων, που θεωρείτο ασεβές να διαδραματισθούν ενώπιον των θεατών.
Συνέχεια »Εκλαμψία
Εκλαμψία : η παθολογική διατάραξη της εγκυμοσύνης των γυναικών, που εκδηλώνεται με σπασμούς και κώμα.
Συνέχεια »Έκδοτος
Έκδοτος : αυτός που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις απολαύσεις, στην ικανοποίηση των αισθήσεων ή των παθών του.
Συνέχεια »Έκλυτος
Έκλυτος : αυτός που δεν σέβεται τους ηθικούς κανόνες και δεν χαλιναγωγεί τα πάθη του, ο ανήθικος.
Συνέχεια »Εκδούλευση
Εκδούλευση : κάθε σκόπιμη πράξη που γίνεται χαριστικά για την εξυπηρέτηση (κάποιου).
Συνέχεια »Εκμαγείο
Εκμαγείο : το κοίλο αποτύπωμα, μέσα στο οποίο στερεοποιείται και μορφοποιείται παχύρρευστο υλικό.
Συνέχεια »Έκδοχο
Έκδοχο : κάθε φαρμακολογικά αδρανής ουσία, που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με φάρμακο για επίτευξη επιθυμητού όγκου, πυκνότητας, σύστασης.
Συνέχεια »Εκμαυλίζω
Εκμαυλίζω : παρασύρω στη διαφθορά.
Συνέχεια »Εκείθε
Εκείθε : προς τα εκεί.
Συνέχεια »Εκποδών
Εκποδών : έξω από τα πόδια των άλλων, μακριά από τους άλλους.
Συνέχεια »