Μενού

Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος

Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος (ο) = αλήτης, συνήθως τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας που γυρνάνε στούς δρόμους


Αφήστε μια απάντηση