Μίξαβους (επιθ.) = μιξιάρης
Συνέχεια »Μουζαβίρ’ς
Μουζαβίρ’ς (επιθ.) = ανακατωσούρας
Συνέχεια »Μιτζ’μένους
Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος
Συνέχεια »Μόλ’τσα
Μόλ’τσα (η) = σκόρος Εκφραση = “μόλ΄τσα μι κουκούλ’ ” για γυναίκα στρίγγλα (χολέρα)
Συνέχεια »Καλίτσιας
Καλίτσιας (ανδρ. ονομα) = Χαράλαμπος
Συνέχεια »Μουκαέτ’ς
Μουκαέτ’ς = επιτήδειος
Συνέχεια »Κόμπους
Κόμπους = χρησιμοποιείται η έκφραση «έναν κόμπουν » = μια σταλιά, ελάχιστα
Συνέχεια »Μουφλιούϊζ’
Μουφλιούϊζ’ = κουτοπόνηρος
Συνέχεια »Λαχούρ’
Λαχούρ’ (το) = μακρύ μαντήλι, κασκόλ
Συνέχεια »Λιμαρά
Λιμαρά (η) = γιακάς
Συνέχεια »Λουζγιάζου
Λουζγιάζου = μπερδεύω
Συνέχεια »Λιαούντ’ς
Λιαούντ’ς (ο) = ο μικρόσωμος αλλά έξυπνος και αεικίνητος
Συνέχεια »Λιακούτια
Λιακούτια (τα) = άνοστα, νερόβραστα φαγητά
Συνέχεια »Λαγκιόλια
Λαγκιόλια (τα) = λοξές πιέτες
Συνέχεια »Λιμπαντές
Λιμπαντές (ο) = γυναικείο πουκάμισο, κεντημένο, με μανίκια
Συνέχεια »Λουντίνια
Λουντίνια (τα) = μεταξωτά υφαντά προσόψια με δαντέλα γύρω που τα χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση
Συνέχεια »