Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα
Συνέχεια »Αυλαγάς
Αυλαγάς (ο) = μεγάλος πλατύς χώρος
Συνέχεια »Άμπουρους
Άμπουρους (ο) = ζεστός αχνός (π.χ. απο το στόμα)
Συνέχεια »Απόθαρρους
Απόθαρρους (ο) = απόφαση. χρησιμοποιείται μόνο η έκφραση «πηρα τουν απόθαρρου μ΄» : «το πήρα απόφαση».
Συνέχεια »Ακουτώ
Ακουτώ (ρημ.) = τολμώ
Συνέχεια »Αποκρένουμι
Αποκρένουμι (ρήμα) = απαντώ
Συνέχεια »Αητιέρ΄
Αητιέρ΄ (το) = ξεφτέρι
Συνέχεια »Αρβανίκους
Αρβανίκους (ο) = πηγάδι. Προέρχεται απο το αναβρυκώς (του ρηματος αναβρύω)
Συνέχεια »Αστουχνώ
Αστουχνώ = ξεχνώ
Συνέχεια »Αρνίθα
Αρνίθα (η) = κότα (αρχ. Ελλ. «όρνιθα»)
Συνέχεια »Αξαμόνω
Αξαμόνω (ρημ.) = πιάνω
Συνέχεια »Ανιέτ΄
Ανιέτ΄ (το) = έθιμο, συνήθεια
Συνέχεια »Άϊσμα
Άϊσμα (το) = δυόσμος
Συνέχεια »Αδουκιέμαι
Αδουκιέμαι (ρημ.) = αναπολώ
Συνέχεια »Αρμός
Αρμός (ο) = φόρα (μι αρμόν= με φόρα)
Συνέχεια »Ασλάν΄ς
Ασλάν΄ς (ο) = λιοντάρι, δυνατός
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο