Νιμπιλμπί (το) = στραγάλια
Συνέχεια »Ντουρλάπι
Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)
Συνέχεια »Ντάμπαρα
Ντάμπαρα (επιρ.) = ορθάνοιχτη
Συνέχεια »Νημόρ’
Νημόρ’ (το) = μνήμα, τάφος
Συνέχεια »Νουτίζου
Νουτίζου (ρημ.)= υγραίνομαι
Συνέχεια »Νάρκλα
Νάρκλα (η) = ψηλό σεντούκι με πόδια και επίπεδο καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού
Συνέχεια »Ντήλιμ’
Ντήλιμ’ (επιρ.) = το αφού με έμφαση
Συνέχεια »Ντου’τζέϊνιου
Ντου’τζέϊνιου (επιθ.) = σιδερένιο (βαρύ)
Συνέχεια »Ντραγάτ’ς
Ντραγάτ’ς (ο) = αγροφύλακας
Συνέχεια »Ντουμανιάζου
Ντουμανιάζου (ρημ.) = βάζω φωτιά
Συνέχεια »Ντάμκα
Ντάμκα (η) = λεκές, σφραγίδα
Συνέχεια »Ντουραντζιάς
Ντουραντζιάς (ο) = η εγκεφαλίτις των ζώων, σημαίνει και «Νταμπλάς»
Συνέχεια »Ντιόντιους
Ντιόντιους (ανδρ. όνομα) = Θεόδωρος
Συνέχεια »Νιάκους
Νιάκους (ανδρ. όνομα) = Γιάννης
Συνέχεια »Νάτσιους
Νάτσιους (ανδρ.όνομα) = Θανάσης
Συνέχεια »Νινιώ
Νινιώ (γυν.όνομα) = Άννα
Συνέχεια »