Κουζουλός : τρελός, κυρίως με την έννοια του επιπόλαιου.
Συνέχεια »ΚΟΥΡΑΔΙ
Κουράδι: το κοπάδι .
Συνέχεια »ΚΡΑΧΤΗΣ
Κράχτης : πετεινός , κόκορας με δυνατή φωνή .
Συνέχεια »ΚΡΥΓΙΟΤΗ
Κρυγιότη: ψύχος.
Συνέχεια »ΛΑΗΝΙ
Λαήνι: πήλινο αγγείο.
Συνέχεια »ΛΑΙΜΟΤΡΑΧΗΛΑ
Τα λαιμοτράχηλα: ο λαιμός και το στήθος .
Συνέχεια »ΛΕΜΟΝΟΒΙΤΣΑ
Λεμονόβιτσα : η λεπτή βέργα (βίτσα) λεμονιάς .
Συνέχεια »ΚΑΤΣΟΥΛΙ
Κατσούλι : το γατάκι (υποκορ. του κάτης) .
Συνέχεια »ΚΑΩΜΕΝΑ
Καωμένα : καμωμένα .
Συνέχεια »ΚΛΙΝΗ
Κλίνη: το κρεββάτι .
Συνέχεια »ΚΟΝΤΕΜΙΡΙ
Κοντεμιρί : είδος μοχλού που ασφαλίζει την πόρτα .
Συνέχεια »ΕΠΕΡΠΑΘΙΕΣ
Επερπάθιες : περπατούσες.
Συνέχεια »ΕΠΛΗΘΙΑΝΕΣ
Επλήθιανες : αύξησες, πολλαπλασίασες .
Συνέχεια »ΕΧΕΡΗ
Έχερη : η λαβή του αλετριού .
Συνέχεια »ΖΙΓΩΝΩ
Ζιγώνω : κυνηγώ, διώχνω .
Συνέχεια »ΖΟΓΛΑΙΝΩ
Ζογλαίνω : παραμορφώνω .
Συνέχεια »