Βαροκάρδιστη :κακή ψυχική διάθεση, στεναχώρια
Συνέχεια »Βατσιναμάτης
Βατσιναμάτης: αυτός που έχει στη μούρη του μαύρα στίγματα σαν τα βάτσινα (βατόμουρα).
Συνέχεια »Ανάπλαγο
Ανάπλαγο: ακαλλιέργητος αγρός, η πλαγιά.
Συνέχεια »Ανεργιάζω
Ανεργιάζω :καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι
Συνέχεια »Απανοβαρτάς
Απανοβαρτάς: ρουφιάνος, ανέντιμος.
Συνέχεια »Απόκειας
Απόκειας : έπειτα, μετά .
Συνέχεια »Αράσω
Αράσω : ορμώ από αγάπη .
Συνέχεια »Βαγίζω
Βαγίζω : φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον
Συνέχεια »Βάγκα
Βάγκα : χαντάκι, μεγάλο αυλάκι
Συνέχεια »Ανάπλα
Ανάπλα : κουβέρτα
Συνέχεια »Αναστεναμένος
Αναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωρος
Συνέχεια »Ανεμίζω
Ανεμίζω : προαισθάνομαι
Συνέχεια »Αντίντερο
Αντίντερο : αντίδερο
Συνέχεια »Απάκι
Απάκι : καπνιστό χοιρινό κρέας
Συνέχεια »Αποδεινιάζομαι
Αποδεινιάζομαι: δέχομαι κάτι με στεναχώρια
Συνέχεια »Αργαντινή
Αργαντινή : εσπέρα
Συνέχεια »