Αρνεύω : ηρεμώ
Συνέχεια »Αρωδαμός
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Συνέχεια »Αμνώγω
Αμνώγω : ορκίζομαι
Συνέχεια »Αμολέρνω
Αμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνω
Συνέχεια »Αμπλά
Αμπλά : αδελφή
Συνέχεια »Αμπώθω
Αμπώθω : σπρώχνω
Συνέχεια »Αναβαστώ
Αναβαστώ : υποβαστάζω, στηρίζω
Συνέχεια »Αναδακρυώνω
Αναδακρυώνω : δακρύζω, βουρκώνω
Συνέχεια »Αγγελοσκιάζομαι
Αγγελοσκιάζομαι : σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνύματα του θανάτου μου
Συνέχεια »Αγγουροφαίνεται
Αγγουροφαίνεται : μου κακοφαίνεται
Συνέχεια »Αγγριγιεύω
Αγγριγιεύω : γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
Συνέχεια »Αγιάερτος
Αγιάερτος: αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
Συνέχεια »Αγίδα
Αγίδα : συμπαράσταση, ενίσχυση
Συνέχεια »Αγκαλιδέ
Αγκαλιδέ: ότι χωράει μια αγκαλιά
Συνέχεια »Αγκανάδος
Αγκανάδος: αγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος
Συνέχεια »Αγκανάρηση
Αγκανάρηση: αγανάκτηση, εξόργιση
Συνέχεια »