Αλαλιασμένος : ξετρελαμένος.
Συνέχεια »Αλλαξοσείρισα
Αλλαξοσείρισα : άλλαξα σειρά .
Συνέχεια »Αλλαξοστράτησα
Αλλαξοστράτησα : άλλαξα δρόμο, πορεία .
Συνέχεια »Αλλαξοστράτησα
Αλλαξοστράτησα : άλλαξα δρόμο, πορεία .
Συνέχεια »Αλλοτινά
Αλλοτινά : παλαιών ημερών γεγονότα.
Συνέχεια »Αλουσιά
Αλουσιά (η) : αλισίβα, σταχτόνερο.
Συνέχεια »Αγριμολόγος
Αγριμολόγος : αγριμοκυνηγός.
Συνέχεια »Αγριόθρουμπες
Αγριόθρουμπες : μικροί θάμνοι, ξαδέλφια των θυμαριών.
Συνέχεια »Αδικοξέτελα
Αδικοξέτελα : άδικα τέλη.
Συνέχεια »Άζουδος
Άζουδος : κακομοίρης, κακότυχος.
Συνέχεια »Αθιβολές
Αθιβολές : ενθυμήματα .
Συνέχεια »Άκαπνος
Άκαπνος : αυτός που δεν πολέμησε.
Συνέχεια »Ακρόμακρα
Ακρόμακρα : μακριά, στην άκρη πέρα .
Συνέχεια »Ακροζυγιάζουνται
Ακροζυγιάζουνται ; έτοιμοι να πετάξουν .
Συνέχεια »Ακροπατείς
Ακροπατείς : περπατείς στις άκρες, στις γωνιές κρυφά.
Συνέχεια »Αλάβωτοι
Αλάβωτοι : ανέγγιχτοι, σώοι, δεν έχουν τραυματιστεί.
Συνέχεια »