Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
ΑΣΒΕΣΤΟΚΟΝΙΑΜΑ
Ασβεστοκονίαμα : μείγμα από ασβέστη , άμμο και νερό , σε αναλογία 1προς 2 ή 3 , που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για την επίχριση των επιφανειών των τοίχων ( σοβάτισμα).
ΑΣΒΟΛΗ
Ασβόλη : η μαύρη σκόνη από καπνό φωτιάς ,που επικάθεται στην καπνοδόχο , τους τοίχους , τα μαγειρικά σκεύη .
ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Ασέληνος: αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης .
ΑΣΗΠΤΟΣ
Ασηπτος : αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαπίσει .Στην ιατρική είναι αυτός που έχει αποστειρωθεί ή απολυμανθεί , έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος μολύνσεως .
ΑΣΗΨΙΑ
Ασηψία : η μη ύπαρξη σήψεως .
ΚΟΥΖΟΥΛΟΣ
Κουζουλός : τρελός, κυρίως με την έννοια του επιπόλαιου.
ΚΟΥΡΑΔΙ
Κουράδι: το κοπάδι .
ΚΡΑΧΤΗΣ
Κράχτης : πετεινός , κόκορας με δυνατή φωνή .
ΚΡΥΓΙΟΤΗ
Κρυγιότη: ψύχος.
ΛΑΗΝΙ
Λαήνι: πήλινο αγγείο.
ΛΑΙΜΟΤΡΑΧΗΛΑ
Τα λαιμοτράχηλα: ο λαιμός και το στήθος .
ΛΕΜΟΝΟΒΙΤΣΑ
Λεμονόβιτσα : η λεπτή βέργα (βίτσα) λεμονιάς .
ΚΑΤΣΟΥΛΙ
Κατσούλι : το γατάκι (υποκορ. του κάτης) .
ΚΑΩΜΕΝΑ
Καωμένα : καμωμένα .