Λαήνι: πήλινο αγγείο.
ΛΑΗΝΙ
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Λαήνι: πήλινο αγγείο.
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Τα λαιμοτράχηλα: ο λαιμός και το στήθος .
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Λεμονόβιτσα : η λεπτή βέργα (βίτσα) λεμονιάς .
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κατσούλι : το γατάκι (υποκορ. του κάτης) .
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Καωμένα : καμωμένα .
19 Απριλίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κλίνη: το κρεββάτι .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτιγενής : αυτός που μόλις γεννήθηκε , μόλις απέκτησε υπόσταση .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτιώνω : δίνω σε κάτι τέλεια μορφή , το καθιστώ άρτιο .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτοκλασία : ειδική τελετή στις μεγάλες γιορτές , κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί τους προσφερόμενους πέντε άρτους , που θα μοιραστούν στο εκκλησίασμα .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτοφόριο : το λειτουργικό σκεύος , στο οποίο φυλάσσεται ο αγιασμένος άρτος .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτυμα : οτιδήποτε προστίθεται στο μαγειρεμένο φαγητό , για να νοστιμίσει , για να κάνει τη γεύση του πιο πικάντικη , π.χ. αλάτι , πιπέρι , μπαχαρικά κ.λπ.
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτύσιμος : αυτός που περιέχει κάτι από τις κατηγορίες τροφών από τις οποίες απέχει κανείς εκούσια κατά τη νηστεία .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρύομαι : αντλώ , συνήθως ειδήσεις , στοιχεία , από πηγή .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρύς : αραιός .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρσακειάδα : η μαθήτρια του Αρσακείου , εκπαιδευμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα ήθους , αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς .
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχαιοπινής : αυτός που διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο