Αρτυμα : οτιδήποτε προστίθεται στο μαγειρεμένο φαγητό , για να νοστιμίσει , για να κάνει τη γεύση του πιο πικάντικη , π.χ. αλάτι , πιπέρι , μπαχαρικά κ.λπ.
ΑΡΤΥΣΙΜΟΣ
Αρτύσιμος : αυτός που περιέχει κάτι από τις κατηγορίες τροφών από τις οποίες απέχει κανείς εκούσια κατά τη νηστεία .
ΑΡΥΟΜΑΙ
Αρύομαι : αντλώ , συνήθως ειδήσεις , στοιχεία , από πηγή .
ΑΡΥΣ
Αρύς : αραιός .
ΑΡΣΑΚΕΙΑΔΑ
Αρσακειάδα : η μαθήτρια του Αρσακείου , εκπαιδευμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα ήθους , αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς .
ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗΣ
Αρχαιοπινής : αυτός που διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία .
ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ
Αρσενοκοίτης : αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες .
ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Αρχαιοπρεπής : αυτός που αρμόζει στους αρχαίους τρόπους , έθιμα , γλώσσα κ.λπ.
ΑΡΤΑΙΝΩ
Αρταίνω : νοστιμίζω φαγητά με καρυκεύματα .
ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ
Αρχαιρεσίες : η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχών ( μελών προεδρείου , διοικητικού συμβουλίου κ.λπ. ).
ΑΡΡΗΚΤΑ
Αρρηκτα : απολύτως , χωρίς να μπορεί κάτι να νοηθεί χωριστά από κάτι άλλο .
ΑΡΜΑΚΑΣ
Αρμακάς : σωρός από πέτρες .
ΑΡΚΕΒΟΥΖΙΟ
Αρκεβούζιο : το πρώτο φορητό πυροβόλο όπλο , που εκτελούσε βολή στηριγμένο στον ώμο του πυροβολητή .
ΑΡΙΔΑ
Αρίδα : η κνήμη ή το πόδι ολόκληρο .
ΑΡΙΑΝΙ
Αριάνι : το ξινόγαλα .
ΑΡΘΡΙΔΙΟ
Αρθρίδιο : το περιορισμένης έκτασης άρθρο σε εφημερίδα ή περιοδικό .