Αινώ :εξυμνώ, επιδοκιμάζω, επαινώ .
ΑΙΝΩ
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αινώ :εξυμνώ, επιδοκιμάζω, επαινώ .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αιπόλος : ο γιδοβοσκός .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αισχυντηλός : ντροπαλός, συνεσταλμένος .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακαπλάντιστος : ο χωρίς εξωτερικό κάλυμμα (από ύφασμα, ξύλο ή μέταλλο) (π.χ. πάπλωμα ακαπλάντιστο / ακαπλάντιστο βιβλίο) το άδετο .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αετιδεύς: νεοσσός του αετού, αετόπουλο .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αζουρίτης : ορυκτό του χαλκού με βαθύ μπλε χρώμα .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αζωικός : ο χωρίς ίχνος ζωής , ο χωρίς ζωικά απολιθώματα .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αθήρωμα : εναπόθεση λιποειδών ουσιών στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αθυμος : ο χωρίς καλή διάθεση,ο κακόκεφος .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αθυρματοποιία : η κατασκευή παιχνιδιών .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αθωνικός : ο αναφερόμενος στον Αθω (Αγιο Όρος) ο προερχόμενος από τον Αθω .
24 Μαρτίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αθωνίτης : ο προερχόμενος από τον Αθω, αυτός που διαμένει στον Αθω (π.χ. αθωνίτης μοναχός) , αυτός που βρίσκεται στον Αθω (π.χ. αθωνίτις μονή) .
8 Μαρτίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Εμιλιά: η ομιλία, η φωνή .
8 Μαρτίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Αφτω : ανάβω .
8 Μαρτίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Βαρώ : χτυπώ .
8 Μαρτίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Βερεμιώ -ιάζω : παθαίνω .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο