Αλέα : ομάδα δέντρων φυτεμένων σε κανονική απόσταση το ένα πίσω από το άλλο , ώστε να σχηματίζουν σειρά .
ΑΛΕΑ
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αλέα : ομάδα δέντρων φυτεμένων σε κανονική απόσταση το ένα πίσω από το άλλο , ώστε να σχηματίζουν σειρά .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακροβυστία : η πτυχή του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του πέους .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αλέγρος : αυτός που χαρακτηρίζεται από ζωηρότητα , χαρά και ευθυμία .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρογαμία : η γονιμοποίηση των ανθοφόρων φυτών μέσω της γύρης .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αλεκτορομαχία : η κοκορομαχία .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρομόλιο : το άκρο του μόλου ή του κυματοθράυστη , που βρίσκεται προς τη μεριά της ανοιχτής θάλασσας .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αλεξήλιο :η ομπρέλα .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρον άωτον : το πλέον ακραίο σημείο , το υπέρτατο όριο ( πράγματος , καταστάσεως κλπ.).
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακροποδητί : στα νύχια των ποδιών , ώστε να μην προκαλείται θόρυβος .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρόπρωρο : η γλυπτή παράσταση ανθρωπόμορφων θρησκευτικών ή εθνικών συμβόλων , την οποία τοποθετούσαν παλαιότερα στην άκρη της πλώρης (πρώρας ) των πλοίων για διακοσμητικούς λόγους .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακροπύργιο : ο ψηλότερος πύργος φρουρίου .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακροστασία : η γυμναστική άσκηση κατά την οποία ανυψώνει κανείς το σώμα του αργά , ώστε να στέκεται ακίνητος , στηριζόμενος στα δάχτυλα των ποδιών .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακροτελεύτιος : ο απολύτως τελευταίος . “το ακροτελεύτιο ” : το περιοδικώς επαναλαμβανόμενο τμήμα ενός τραγουδιού .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακροδυνία : ο πόνος των άκρων . Μορφή ρευματίτιδας .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρώμιο : το ακραίο τμήμα του ώμου .
3 Φεβρουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρωνύμιο : λέξη που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή συλλαβές άλλων τάξεων .