Εθνοκάθαρση : η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή και
ο αφανισμός τους, η μαζική τους εξόντωση.
Ειρκτή
Ειρκτή : το δημόσιο δεσμωτήριο, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης για
έκτιση ποινής.
Εθνοκεντρισμός
Εθνοκεντρισμός : η αναγωγή των πάντων στην ιδέα του έθνους και στο ίδιο το
έθνος.
Εθνοτικός
Εθνοτικός : αυτός που σχετίζεται με πληθυσμιακή ομάδα ενός έθνους, η οποία
αποτελεί ενότητα.
Ειδεμή
Ειδεμή : σε αντίθετη περίπτωση, διαφορετικά.
Ειδεχθής
Ειδεχθής : αυτός που είναι αποκρουστικός στη όψη και τη θέα, αυτός που προκαλεί
αηδία και αποτροπιασμό.
Ειδότες
Ειδότες : αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα.
Είθε
Είθε : δηλώνει ευχή και επιθυμία.
Είθισται
Είθισται : συνηθίζεται, υπάρχει η συνήθεια.
Εικονοκλαστικός
Εικονοκλαστικός : ο εικονομαχικός, αυτός που σχετίζεται με την εικονομαχία.
Εθελόδουλος
Εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει
δούλος, που ανέχεται τη δουλεία.
Εθελούσιος
Εθελούσιος : αυτός που συντελείται με τη θέληση του πράττοντος, που προκύπτει
από την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Εγκλιματίζω
Εγκλιματίζω : συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε ξένο προς αυτόν κλίμα.
Εθιμοτυπία
Εθιμοτυπία : το σύνολο των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς που έχουν επικρατήσει
και εφρμόζονται στις διάφορες εκδηλώσεις της κοιωννικής ζωής.
Εγκλίνομαι
Εγκλίνομαι : αποβάλλω τον τόνο μου ή τον αποβιβάζω στην τελευταία συλλαβή
της προηγούμενης λέξης.
Εθνικισμός
Εθνικισμός : υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα του έθνους και
των εθνικών ιδεωδών με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και
κατώτερα και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα.