Δωσιδικία : η κατά τόπον αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου από τη σκοπιά του διαδίκου ή της επίδικης υποθέσεως.
Δωσίλογος
Δωσίλογος : αυτός που υποχρεούται να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, για τις παρανομίες που έχει διαπράξει.
Εαρινποίηση
Εαρινποίηση : τεχνητή έκθεση νεαρών φυτών ή των σπερμάτων τους σε χαμηλές θερμοκρασίες, με σκοπό την ταχύτερη ανάπτυξη τους και την επιτάχυνση του βιολογικού τους κύκλου.
Εαυτοσκοπία
Εαυτοσκοπία : σπάνια οπτική ψευδαίσθηση, κατά την οποία το άτομο νομίζει ότι βλέπει το είδωλο του σώματος του όπως σε καθρέπτη.
Δυσεπίσχετος
Δυσεπίσχετος : αυτός που με δυσκολία ανακόπτεται και συγκρατείται.
Δυσηκοΐα
Δυσηκοΐα : δυσκολία στην ακοή, η κακή ακοή.
Δυσήλιος
Δυσήλιος : αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο, που δύσκολα τον βλέπει ο ήλιος.
Δυσήνιος
Δυσήνιος : αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι, αδάμαστος.
Δυσηχαγωγός
Δυσηχαγωγός : αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα του ήχου από μια επιφάνεια σε άλλη μέσα από τη μάζα του.
Δυσθανασία
Δυσθανασία : η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία, ο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Δυσθυμία
Δυσθυμία : η κακή ψυχική διάθεση, η έλλειψη κεφιού και όρεξης για ζωή.
Δυσιδρωσία
Δυσιδρωσία : η παθολογική κατακράτηση του ιδρώτα μέσα στο δέρμα, που εκδηλώνεται με εξανθήματα της επιδρμίδας.
Δυσκρασία
Δυσκρασία : η κακή κράση του οργανισμού, η καχεξία.
Δύσληπτος
Δύσληπτος : (τροφή) που λαμβάνεται από το στόμα με δυσκολία.
Δυσμάς
Δυσμάς : στα δυτικά, προς τη δύση.
Δυσμνησία
Δυσμνησία : διαταραχή της μνήμης κατά την οποία το άτομο εμφανίζει δυσκολία να ανακαλέσει συγκεκριμένες αναμνήσεις κατά την επιθυμητή στιγμή.