Δόκανο : παγίδα για την σύλληψη θηραμάτων.
Διστομίαση
Διστομίαση : λοίμωξη του ανθρώπου και των μηρυκαστικών, την οποία προκαλούν τα παρασιτικά σκουλήκια τα οποία ονομάζονταιδίστομα και που εκδηλώνεται ανάλογα με την περίπτωση με διάρροια, φαγούρα κ.ά.
Δισχιδής
Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Διττογραφία
Διττογραφία : η αντιγραφή συλλαβής, λέξης ή φράσεως δύο φορές από τον αντιγραφέα ενός κειμένου λόγω σφάλματος.
Διττός
Διττός : διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή είναι δύο ειδών.
Διπλαρώνω
Διπλαρώνω : πλησιάζω κάποιον με υστερόβουλους σκοπούς.
Διπλογραφία
Διπλογραφία : η τήρηση λογιστικών βιβλίων με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου.
Διπλωπία
Διπλωπία : η διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνίσταται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Διποδισμός
Διποδισμός : ο φυσικός βηματισμός του αλόγου, που γίνεται με διαδοχική ανύψωση και στήριξη των διαγώνιων ποδιών του.
Διμεταλλισμός
Διμεταλλισμός : νομισματικό σύστημα που ίσχυε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και βασιζόταν σε διπλό μεταλλικό νομισματικό κανόνα, δηλαδή στην παράλληλη χρήση χρυσού και αργυρού ως μέσου συναλλαγής.
Διπυρίτης
Διπυρίτης : κάτι που ψήθηκε δύο φορές, για να διατηρηθεί περισσότερο.
Διμήνι
Διμήνι : είδος σιταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
Δισάκι
Δισάκι : δύο μικροί σάκοι από ύφασμα ή δέρμα, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ατομικών ειδών.
Δίμιτος
Δίμιτος : ύφασμα, υφασμένο με δύο κωστές, που έχει πυκνή ύφανση.
Δίσημος
Δίσημος : αυτός που έχει δύο σημασίες.