Δίνη : περιστριφική κίνηση νερού ή ανέμου, που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων.
Δίνη
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δίνη : περιστριφική κίνηση νερού ή ανέμου, που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δισκάριο : λειτουργικό σκεύος, όπου τοποθετείται ο άγιος άρτος της προσφοράς κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διογκώνω : μεγαλώνω, αυξάνω τον όγκο σε κάτι.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διολισθαίνω : γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διομολόγηση : οι αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, που ζουν σε μη αναπττυγμένες χώρες.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διονυσιάζομαι : βακχεύω, οργιάζω, μεθοκοπώ.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διονυσιασμός : η έξαψη των αισθήσεων που συνοδεύεται από ερωτικό οίστρο, η μανία για απολαύσεις.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διόραμα : θέαμα κατά το οποίο τα όσα παριστάνονται δίνουν την ψευδαίσθηση του πραγματικού λόγω του κατάλληλου φωτισμού.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διόρυξη : η εσκαφή, η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή διώρυγας.
22 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διοσημία : φυσικό ή καιρικό φαινόμενο, που οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν σαν μήνυμα από τους θεούς ή οιωνό που προανήγγελλε το μέλλον.
3 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διηλεκτρικός : αυτός που δεν είναι καλός αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
3 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δικράνι : γεωργικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από ξύλινο στέλεχος που απολήγει σε διχαλωτό άκρο και χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες.
3 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διηνεκής : αυτός που διαρκεί για πάντα, χωρίς διακοπή.
3 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δίκωπος : αυτός που έχε δύο κουπιά.
3 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Διηπειρωτικός : αυτός που αναφέρεται σε δύο ή παραπάνω ηπείρους.
3 Απριλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δίλημμα : συλλογισμός που συνιστάται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.