Διηνεκής : αυτός που διαρκεί για πάντα, χωρίς διακοπή.
Δίκωπος
Δίκωπος : αυτός που έχε δύο κουπιά.
Διηπειρωτικός
Διηπειρωτικός : αυτός που αναφέρεται σε δύο ή παραπάνω ηπείρους.
Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνιστάται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Διισχυρίζομαι
Διισχυρίζομαι : ισχυρίζομαι κάτι παρουσιάζοντας αναλυτικά τη σκέψη μου.
Δικαιικός
Δικαιικός : αυτός που σχετίζεται με το δίκαιο.
Δικαιοδόχος
Δικαιοδόχος : αυτός στον οποίο μεταβιβάζονται τα δικαιώματα άλλου.
Δικαιοπάροχος
Δικαιοπάροχος : αυτός που μεταβιβάζει δικαιώματα του σε άλλο.
Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία : η δήλωση της βούλησης προσώπου, η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος.
Δικαιοστάσιο
Δικαιοστάσιο : προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε έκτακτες περιπτώσεις ύστερα από ειδική νομική ρύθμιση.
Δικανικός
Δικανικός : αυτός που αναφέρεται σε δίκη ή δικαστήριο.
Δικέλλα
Δικέλλα : εργαλείο για σκάψιμο, που έχει τη μία άκρη διχαλωτή.
Δικλίδα
Δικλίδα : η βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρού ή αερίου προς μία διεύθυνση, χωρίς να του επιτρέψει να αντιστρέψει πορεία.
Ψέκας
Ψέκας (ο) = ψεύτης
Χ’νιούμι
Χ’νιούμι (ρημ.) = ορμώ
Ψημέγκας
Ψημέγκας (ο) = μικρός, μαζεμένος ( απο το «ψημένο», γιατί κάθε τί που ψήνεται μαζεύει)