Διευθυντήριο : ο χώρος που στεγάζει τη διεύθυνση, διοίκηση.
Διευθυντικός
Διευθυντικός : αυτός που σχετίζεται με τον διευθυντή ή τη διεύθυνση.
Διατιμώ
Διατιμώ : προκαθορίζω το ανώτερο όριο (τιμής ή αμοιβής).
Διβολίζω
Διβολίζω : οργώνω για δεύτερη φορά, για να καταστραφούν τα ζιζάνια.
Διατομή
Διατομή : η κοπή, η διαίρεση σε δύο μέλη.
Διατονικός
Διατονικός : αυτός που σχετίζεται με μείζονα ή ελάσσονα μουσική κλίμακα, που αποτελείται από πέντε μουσικούς τόνους και δύο ημιτόνια.
Διάτονος
Διάτονος : αυτός που οποίου η έκταση φθάνει από τη μία μεριά στην άλλη.
Διάτορος
Διάτορος : αυτός που είναι τρυπημένος πέρα ως πέρα.
Διατρανώνω
Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.
Διατρίβω
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
Διαφαίνομαι
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
Διάφεγγος
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
Διαφεντεύω
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
Διαφιλονικώ
Διαφιλονικώ : θέτω υπό αμφισβήτηση.
Διαφορίζω
Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
Διαχαράσσω
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.