Διγενής : αυτός που προέρχεται από δύο διαφορετικά γένη, φυλές ή εθνότητες.
Διήγημα
Διήγημα : πεζογράφημα μικρής σχετικά έκτασης, το οποίο παρουσιάζει την ολοκληρωμένη αφήγηση περιστατικού ή ιστορίας.
Διάτονος
Διάτονος : αυτός που οποίου η έκταση φθάνει από τη μία μεριά στην άλλη.
Διάτορος
Διάτορος : αυτός που είναι τρυπημένος πέρα ως πέρα.
Διατρανώνω
Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.
Διατρίβω
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
Διαφαίνομαι
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
Διάφεγγος
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
Διαφεντεύω
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
Διαφιλονικώ
Διαφιλονικώ : θέτω υπό αμφισβήτηση.
Διαφορίζω
Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
Διαχαράσσω
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.
Διαχρονία
Διαχρονία : η μελέτη των φαινομένων μέσα στο χρόνο.
Διατελώ
Διατελώ : βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση.
Διαχρωμία
Διαχρωμία : τεχνική για την μετατροπή του ασπρόμαυρου φιλμ σε έγχρωμο.
Διατίμηση
Διατίμηση : ο προκαθορισμός και έλεγχος του ανώτερου ορίου τιμής των εμπορευμάτων.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο