Πιλιγόδους (ο) = κουλούρα απο χοντρό και σπειροειδώς τυλιγμένο πανί που την έβαζαν στο κεφάλι για να στηρίζει το σινί
Πέτ’νους
Πέτ’νους (ο) = κόκορας
Παπ’χάτ’
Παπ’χάτ’ = από κάτω
Πραχαλνώ
Πραχαλνώ (ρημ.) = τρώω, καταβροχθίζω
Πουλιμώ
Πουλιμώ (ρημ.) = πετάω κάτι μακριά
Παρα σ’καλνώ
Παρα σ’καλνώ (ρημα) = χάνω τα λογικά μου. Συνηθως λέγεται : « του παρα σ’κάλτσ’ν» : τό ΄χασε
Πιντάργια
Πιντάργια (τα) = παιδικό παιχνίδι της εποχής με κέρματα (πενηντάρια)
Παταρά
Παταρά (η) = μπάτσος, σφαλιάρα
Πέρπιρας
Πέρπιρας (ο) = πεταλούδα.
Παστός
Παστός (ο) = χοιρινό λίπος
Πάλιαγκας
Πάλιαγκας (ο) = αράχνη
Πιτλίδες
Πιτλίδες (οι) = κοζανίτικοι λουκουμάδες αλλα πλατύτεροι και μεγαλύτεροι, πασπαλισμένοι με μπόλικη ζάχαρη
Πογκοφωλιά
Πογκοφωλιά (η) = ιστός αράχνης, αραχνοφωλιά
Πλατάρια
Πλατάρια (τα) = φτερά
Ξικουπή
Ξικουπή (εκφραση) «τόχου ξικουπή» κάτι που συνηθίζω και πραγματοποιώ σε τακτή ημερομηνία απο ανάγκη, υποχρέωση, συνήθεια ή τάμα.
Ξικλίαζου
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο