Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
Ξινουμίζου
Ξινουμίζου (ρημ.) = εξοντόνω, σκοτώνω
Ξιγαργαλίζου
Ξιγαργαλίζου (ρημ.) = ξελαγαρίζω, λευκαίνω τα ρούχα με έντονο πλύσιμο
Ορίζου
Ορίζου (ρημ.) = κατέχω, κυβερνώ, αισθάνομαι ενα μέρος του σώματος
Ούτσαν
Ούτσαν = ταίργιασαν, συμφώνησαν
Ούδι έτσ’ απόμνιν
Ούδι έτσ’ απόμνιν (εκφραση) = έμεινε άφωνος, εντυπωσιάστηκε σε μεγάλο βαθμό
Ουρμινεύου
Ουρμινεύου (ρημ.) = συμβουλεύω, παιδαγωγώ
Πιαλώ
Πιαλώ (ρημ.) = τρέχω. Προέρχεται απο το αρχαίο «πιλαλώ : τρέχω»
Ξιδιαλέγου
Ξιδιαλέγου (ρημ.) = επιλέγω, ξεχωρίζω
Πλιαφώνου
Πλιαφώνου (ρημ.) = δέρνω
Ξαστουχνώ
Ξαστουχνώ (ρημ.) = ξεχνιέμαι
Παραχώνου
Παραχώνου (ρημ.) = θάβω
Ξιάγκλια
Ξιάγκλια (γυν. ονομα) = Αλεξάνδρα
Πατσ’ά
Πατσ’ά (η) = πατημασιά
Ξιάφ’
Ξιάφ’ (επιρ.) = ξυνό
Πασβάν’τς
Πασβάν’τς (ο) = ο Τούρκος χωροφύλακας