Διάπυρος : Αυτός που έχει κοκκινίσει από την θερμότητα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία.
Διαναφορά
Διαναφορά : Η αμοιβαία αναφορά μεταξύ στοιχείων του ίδιου κειμένου.
Διαρπάζω
Διαρπάζω : Αρπάζω βίαια.
Διανθίζω
Διανθίζω : Στολίζω με καλολογικά στοιχεία.
Διανόημα
Διανόημα : Αυτό που στοχάζεται.
Διανοουμενίστικος
Διανοουμενίστικος : Αυτός που μιμείται τα χαρακτηριστικά διανοουμένου, αυτός που χαρακτηρίζεται από επίφαση κουλτούρας.
Διάνος
Διάνος : Το πουλί γάλος, η αρσενική γαλοπούλα.
Διάνυσμα
Διάνυσμα : Το ευθύγραμμο τμήμα που ξεκινά από συγκεκριμένο σημείο και έχει ορισμένη φορά.
Διαξιφισμός
Διαξιφισμός : Η ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφη.
Διαπεραιώνω
Διαπεραιώνω : Μεταφέρω από τη μια όχθη στην άλλη, από ένα λιμάνι σε άλλο.
Διαπίδυση
Διαπίδυση : Η εκροή υγρού από τους πόρους του σώματος.
Διαπιστευτήρια
Διαπιστευτήρια : Το επίσημο κυβερνητικό έγγραφο, με το οποίο δηλώνεται ο διορισμός του διπλωματικού αντιπροσώπου σε μια άλλη χώρα.
Διαπιστεύω
Διαπιστεύω : Ορίζομαι (από την κυβέρνηση)διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένο κράτος.
Διάπλαση
Διάπλαση : Η διαμόρφωση του ηθικοπνευματικού κόσμου.
Μισάλα
Μισάλα (η) = βαριά μάλλινη υφαντή ποδιά για βαρείες οικιακές εργασίες
Μακφαρά
Μακφαρά (η) = το ανδρικό μόριο